Υπάρχει ένας δρόμος ακόμη στην Πελοπόννησο που αντιστέκεται σθεναρά στην σύγχρονη «τουριστική ανάπτυξη» του ορεινού της όγκου όπως αντιστάθηκε και στην προηγούμενη «ανάπτυξη» των δεκαετιών προ τις κρίσεως. Ο δρόμος αυτός δεν είναι άλλος από την Εθνική Οδό Τριπόλεως-Πατρών, ή πιο συγκεκριμένα Βλαχέρνας-Πατρών. Πρόκειται για την «θρυλική» (από ποιον δεν ξέρω) Εθνική Οδό με προπολεμική αρίθμηση 111 που ξεκινά από την Αρκαδία, και διαπερνά την Αχαΐα και την Ηλεία.
Η διαδρομή μας ξεκίνησε από την Βλαχέρνα., που έχει χαρακτηρισθεί με Προεδρικό Διάταγμα “μαρτυρικό χωριό”Η Βλαχέρνα είναι δομημένη σε μία στενή κοιλάδα στην βόρεια πλευρά του Μαίναλου Όρους και ανοίγεται προς ένα τμήμα του κάμπου του Ορχομενού απ’ όπου και διέρχεται η εθνική οδός. Δεν αποτελεί ταξιδιωτικό προορισμό παρά το γεγονός πως πρόκειται για ένα ήσυχο και σχετικά καλοδιατηρημένο χωριό. Είναι ωστόσο γνωστό για το ολοκαύτωμα του που πραγματοποιήθηκε στις 19 Ιουλίου 1944 από τους Γερμανούς με πρόσχημα επιθέσεις ανταρτών. Κάηκε σχεδόν ολόκληρο το χωριό τότε, μόνο οι πέτρινοι τοίχοι των σπιτιών έμειναν, αλλά, ευτυχώς, οι ανθρώπινες απώλειες υπήρξαν ελάχιστες αφού οι κάτοικοι κατάφεραν να κρυφτούν στο πυκνό ελατοδάσος του Μαινάλου. Μεταπολεμικά το χωριό κτυπήθηκε, όπως και τα περισσότερα της περιοχής, από την αστυφιλία με τους περισσότερους κατοίκους να μεταναστεύουν στο εξωτερικό και στην Αθήνα. Από τους 1.000 κατοίκους που είχε το 1940 τώρα πλέον έχει περίπου 200 κατοίκους.

Περνώντας την Βλαχέρνα εμφανίστηκε μετα από λίγο η διασταύρωση όπου θα έστριβα. Δεξιά ο δρόμος οδηγούσε στα κοσμικά θέρετρα της Βυτίνας, της Δημητσάνας και της «τουριστικής Γορτυνίας» όπως αποκαλώ την περιοχή, όπου κατευθύνονται κάθε ΠΣΚ τεράστια αυτοκίνητα SUV με πινακίδες Αθηνών (και περιχώρων) και μπλοκάρουν όλους τους δρόμους, ενώ αριστερά σε μία θεωρητικά «δύσκολη» διαδρομή διαμέσο του ορεινού Μοριά προς την Πάτρα. Έστριψα αριστερά εφόσον η Πάτρα ήταν ο τελικός προορισμός μας.
Άρχισε η κατάβαση προς τον Κάμπο του Δάρα, γνωστός στους λόγιους ως το αρχαίο Νάσιο πεδίο απ’ όπου και πέρασε ο πρώτος επαγγελματίας περιηγητής, ακολουθώντας σχεδόν την ίδια διαδρομή που θα έπαιρνα και εγώ, ο Μικρασιάτης Παυσανίας. Όπως και τα περισσότερα καρστικά πεδία της Πελοποννήσου, ο Κάμπος του Δάρα (ή Τράγου) κάποτε υπήρξε μία στάσιμη λίμνη, ερείπια της οποίας επιζούν ακόμη. Στα αριστερά του δρόμου περνάει ο Τράγος ποταμός, βασικός παραπόταμος του Λάδωνα, όπου φυτρώνουν σε αφθονία ψηλές λεύκες στην κοίτη του, αυτή την εποχή του χρόνου έχοντας χάσει τα φύλλα τους αλλά όχι και την ομορφιά τους. Ο κάμπος ακόμη χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους – αν και είδα αρκετές εγκαταλελειμμένες εκτάσεις – διαθέτοντας άφθονα λιβάδια αλλά και μερικές εκτάσεις ελαιόδεντρων, που όμως χάσκουν ασθενικά μπροστά στο κρύο κλίμα της περιοχής.
Το πρώτο χωριό μετά την Βλαχέρνα που συναντά κανείς είναι η Παναγίτσα. Πρόκειται για ένα άσημο χωριό κτισμένο μεταξύ του Τράγου και ενός μικρού βουνού. Όπως τα περισσότερα μικρά χωριά με λίγους κατοίκους μου φάνηκε πολύ ήσυχο και βουκολικό. Διέκρινα βέβαια μία νότα μελαγχολίας να πλανιέται, την ίδια νότα που έχω συναντήσει σε πολλά ταξίδια μου στην Ελλάδα. Το χωριό σαν να παραπονιόταν για την παρακμή του. Θα πρέπει οι κάτοικοι να δεινοπάθησαν τα παλιά τα χρόνια λόγω της υγρασίας και της ελονοσίας που μάστιζε τούτα τα μέρη…
Συνεχίσαμε και σύντομα συναντήσαμε την διασταύρωση για τον Δάρα. Το ιστορικό αυτό χωριό βρίσκεται ένα χιλιόμετρα μακριά από τον κεντρικό δρόμο και δεν το επισκεφθήκαμε, όμως διέκρινα από μακριά της πορτοκαλί σκεπές των κτιρίων του και το γυμνό βουνό από πάνω του και υποσχέθηκα στον αυτό μου να το επισκεφθώ σύντομα (όπως και έγινε, η επίσκεψή μου περιγράφεται στο άρθρο “τα χωριά της β.δυτικής Αρκαδίας”).
Ο κάμπος τελείωσε και μπήκα σε ένα σχετικά στενό φαράγγι. Ο ποταμός είχε αρκετό νερό, λογικό αφού είχε βρέξει και χιονίσει πριν μερικές μέρες. Σκέφθηκα πόσο θα είχαν δεινοπαθήσει τα ζώα και φυτά που ζουν από το ποτάμι (αλλά και οι άνθρωποι) το περασμένο καλοκαίρι που το διπλό κακό της τρομερής ζέστης και της τρομερής λειψυδρίας κτύπησε όλα την χώρα. Στ’ αριστερά μου είδα ένα παρατημένο κτίριο όπου κάποιος είχε γράψει το γνωστό σύνθημα που έγινε μόδα σε όλη την Ελλάδα, υπενθυμίζοντας πως το περασμένο καλοκαίρι δεν ήταν μόνο ο Τράγος ποταμός που δεινοπάθησε αλλά και τα χιλιάδες στρέμματα δάσους και ζώα που απανθρακώθηκαν στην Εύβοια, Ηλεία, Φωκίδα, Φθιώτιδα και αλλού. Η κατάρα της χώρας μας, γιατί δεν μπορεί, κάποιος θα καταράστηκε την Ελλάδα για την ομορφιά της, να καίγεται το καλοκαίρι (και να πνίγεται, αντίστροφα, στις πλημμύρες το χειμώνα)…Η κλεισούρα τελείωσε και συνάντησα στα αριστερά μου τον δρόμο για την περιοχή της Λίμνης Λάδωνα, ενώ στα δεξιά μου τον δρόμο για την Κλειτορία και τα Καλάβρυτα – αυτόν όμως τον έχω πάρει! – και τα Παγκρατείκα Καλύβια που δεν πρέπει να τα συγχέουμε με το Παγκράτι ή με τα Σέλλα Παγκρατίου. Συνέχισα ευθεία όντας πλέον στον κάμπο του Λάδωνα.

Η διασταύρωση μας απελευθέρωσε από μερικούς προπορευόμενους επισκέπτες που ήθελαν να πάνε στα tres chic Καλάβρυτα και έτσι συνεχίσαμε σε μία απόλυτα μαγευτική διαδρομή ανάμεσα στις εύφορες εκτάσεις του κάμπου. Οι λεύκες εξακολούθησαν να μας συνοδεύουν ενώ τα βουνά έστεκαν ειρηνικά πάνω από την εύφορη κοιλάδα με τις απότομες πλαγιές τους ήρεμα να μετατρέπονται κοντά στον ποτάμι σε επίπεδες. Είδα και πολλές δρυς που κάποτε κάλυπταν με την πυκνή φυλλωσιά τους την νότια Ελλάδα. Αυτή την εποχή τα φύλλα τους είναι πορτοκαλί και κάτω από τον κεκλιμένο και μελαγχολικό χειμερινό ήλιο δημιουργούν τα πιο όμορφα θεάματα. Το σκηνικό ήταν γενικά έρημο αφού για μερικά χιλιόμετρα δεν συναντήσαμε χωριά. Περάσαμε μερικές κτηνοτροφικές μονάδες και κάποια μοναχικά σπίτια κτισμένα κατά την μόδα των Αθηνών που ήταν τελείως αλλότρια ως προς το περιβάλλον. Ευτυχώς το τοπίο ήταν ανόθευτο από τον μαζικό τουρισμό, την τόσο μεγάλη πληγή της εποχής μας, αλλά και από τους ταξιδιώτες των μεγάλων αστικών κέντρων που κατακλύζουν με λαγνεία αυτή την εποχή τα χωριά κοντά στις πόλεις τους. Όλοι όσοι ήμασταν εκεί είχαμε λόγο για να είμαστε εκεί, οι περισσότεροι όντας ντόπιοι απολαμβάνοντας την προαιώνια καθημερινότητα τους και εμείς οι υπόλοιποι, ταξιδιώτες, μερικοί βιαστικοί και άλλοι πιο ήρεμοι. Αν έβγαζε κανείς τα αμάξια, τα «μοντέρνα» κτίρια και τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο νομίζω πως το τοπίο θα ήταν πανομοιότυπο με την εποχή του Παυσανία.
Χιλιόμετρα πολλά έφυγαν έτσι, θαυμάζοντας την ομορφιά της φύσης και την αρμονία της με τον άνθρωπο. Και κάποια στιγμή φθάσαμε στον Πάο, το σύγχρονο Σκούπι και τον αρχαίο Πάο. Είναι το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής και ως πρώην έδρα δήμου συγκεντρώνει – θεωρητικά – αρκετές υπηρεσίες. Βρίσκεται επάνω σε ένα πλάτωμα που σχηματίζει ο ποταμός Πάος, παραπόταμος του Ερύμανθου και του Αλφειού. Το χωριό αποτελείται από δύο τμήματα: το σύγχρονο και το παλιό. Το σύγχρονο χωριό είναι κτισμένο με Ιπποδάμειο σύστημα επάνω σε επίπεδη γη και δημιουργήθηκε την δεκαετία του 70 όταν οι κάτοικοι απομακρύνθηκαν από το παλιό χωριό λόγω των κατολισθήσεων. Δεν έχει κάτι το αξιόλογο – πέρα από το μοναδικό σούπερ μάρκετ και καφετέρια στην περιοχή – αφού όλα τα σπίτια του χωριού είναι φθηνές αντιγραφές προαστιακών σπιτιών. Το παλιό χωριό βρίσκεται περίπου ενάμισι χιλιόμετρο προς τα βόρεια σκαρφαλωμένο στην πλαγιά ενός βουνού, στην μέση δύο δυνατών χειμάρρων που εκείνη την εποχή πρέπει να είχαν αρκετό νερό.

Το παλιό χωριό είναι ακατοίκητο εδώ και πολλά χρόνια οπότε και συγκαταλέγεται στα λεγόμενα “χωριά φαντάσματα” της χώρας μας. Είναι κτισμένο σε μία εξαιρετική τοποθεσία αφού διαθέτει αρκετές πηγές καθαρού νερού, είναι προσήλιο (αντίθετα από τα γειτονικά χωριά Βεσίνι και Δεχούνι) και δεν φαίνεται από τον κεντρικό δρόμο. Αρχιτεκτονικά ο τόπος έχει διατηρηθεί άριστα. Πολλά κτίρια του άλλοτε πολυάνθρωπου οικισμού έχουν καταρρεύσει αλλά επίσης πολλά διατηρούνται σχεδόν ατόφια, μερικά καταφέρνουν να διατηρούν την οροφή τους. Ο Παλιός Πάος είναι μία κυψέλη του όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος μας αλλά ίσως και του κοντινού μέλλοντος μας. Τα σπίτια είναι πέτρινα, διώροφα (με μερικά τριώροφα) με μικρά ανοίγματα, μεγάλες και καλοσκαλισμένες πέτρες και ξύλινα λεπτεπίλεπτα κουφώματα που επιβιώνουν ακόμη μερικώς. Καταφέρνουν να εντάσσονται πλήρως στο τοπίο χωρίς να χάνουν την λειτουργική τους αξία. Η γκρίζα πέτρα των κτιρίων είναι η ίδια πέτρα που κοσμεί τα άγρια βράχια του τοπίου, το καφετί ξύλο είναι το ίδιο ξύλο των δέντρων που περιβάλλουν τις ρεματιές και το πορτοκαλί των κεραμιδιών είναι αυτό του λιγοστού χώματος που έχουν (κάποτε δεν είχαν βέβαια κεραμίδια αλλά σχιστόπλακες). Εδώ σμίγουν η ευφυΐα του ανθρώπου και η προνοητικότητα της φύσης.

Αναρωτήθηκα πως θα ζούσαν άραγε οι κάτοικοι του. Σίγουρα δεν θα είχαν «ανέσεις». Πιστεύω πως η καθημερινότητα τους θα ήταν η σκληρή καθημερινότητα της αγροτιάς. Από το πολύ πρωί μέχρι την δύση του ηλίου θα φρόντιζαν το μικροσκοπικό χωράφι τους, τα ζώα και το σπίτι τους και το βράδυ μόνο θα μπορούσαν να αποσυρθούν μαζί με την οικογένεια τους για ξεκούραση. Οι μετακινήσεις θα γινόντουσαν με το μουλάρι και το γαιδούρι, ζώα ζόρικα, και το χειμώνα θα έπρεπε να κουλουριαστεί όλη η οικογένεια μπροστά στο τζάκι του σπιτιού σε ένα μικρό δωμάτιο. Εννοείται πως όλοι κοιμόντουσαν στο πάτωμα μαζί και μοιραζόντουσαν τα πάντα. Και πιθανότατα ο Σκουπιώτης δεν θα έβλεπε ποτέ την θάλασσα ούτε και τις μεγάλες πολιτείες του κοσμου. Ταξίδι για αυτόν θα ήταν να πάει μέχρι την Δάφνη, την Κοντοβάζαινα και την Δίβρη.

Όμως τι ωραία που θα ζούσε! Μέσα στην φύση, μαζί με τους συντοπίτες του. Δεν θα ένοιωθε ποτέ αποξένωση, μοναξιά, κατάθλιψή, απελπισία και καταπίεση, όπως ο σύγχρονος άνθρωπος. Η ζωή του μπορεί να ήταν «δύσκολη» αλλά δεν θα τον ένοιαζε αφού, άλλωστε,ήταν η μόνη ζωή που γνώρισε ποτέ. Ζώντας με τα λίγα θα έμαθε να εκτιμά τα πάντα. Ο φρέσκος αέρας, οι λευκές κορυφές των βουνών, το ζωογόνο νερό, η δροσιά των δασών και ο γαλανός (και περιστασιακά, τους κρύους μήνες, γκρίζος) ουρανός θα του έδιναν χαρά όσο τίποτα άλλο. Και σίγουρα ενδόμυχα θα ένιωθε τυχερός να έχει ρούχα, να μένει σε ένα καλαίσθητο σπίτι και να ακούει αληθινά τραγούδια. Πιστεύω πως δεν θα είχε παράπονο από τον Θεό, πως θα ήταν ευχαριστημένος και θα απολάμβανε την ζωή. Δυστυχίες και κακοτοπιές θα υπήρχαν, αλλά θα τις ξεπερνούσε. Και όταν θα ερχόταν η ώρα της τελικής κρίσης θα μπορούσε να πει: «Εγώ ήξερα τι θα πει ευτυχία. Θα αναπαυτώ τώρα».


Επιστρέφοντας στον σύγχρονο κόσμο όμως ,επισκέφθηκα και άλλα δύο «εγκαταλελειμμένα» χωριά της περιοχής, επίσης διάσημα στους γνώστες της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής: το Βεσίνι και το Δεχούνι, που όμως δεν με εντυπωσίασαν ιδιαίτερα. Το Βεσίνι βρίσκεται σε μία απόκρημνη και δυσπρόσιτη τοποθεσία. Ταλαιπωρηθήκαμε πολύ για να ανεβούμε τον δρόμο. Όταν το αντικρίσαμε είδαμε πως το χωριό όχι μόνο δεν ήταν εγκαταλελειμμένο αλλά είχε ανακαινισθεί πλήρως! Προσωπικά το χωριό δεν μου άρεσε καθόλου αφού η ανάπλαση είχε γίνει κάκιστα αλλά κυρίως γιατί ο παραδοσιακός χαρακτήρας του είχε αλλοιωθεί αφού πλέον τα σπίτια είχαν χρήση εξοχικού. Οι άνθρωποι της πόλης δεν θα έπρεπε να ασχολούνται με την ύπαιθρο γιατί δεν μπορούν να την καταλάβουν και απλώς την χαλάνε. Το δε Δεχούνι μοιάζει να είναι το μόνο χωριό που πραγματικά υποφέρει από κατολισθήσεις και η κατάσταση του δρόμου ήταν τόσο κακή που δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε πέρα του ρέματος όπου είναι κτισμένο. Έχει διατηρηθεί καλά αλλά δεν έχει την γοητεία, την ομορφιά, την αρχοντιά και το μέγεθος του Παλιού Πάου και είναι πολύ πιθανό σε δέκα χρόνια να έχει καταρρεύσει τελείως εκτός και αν γίνουν τα απαραίτητα έργα συγκράτησης του εδάφους. Προσωπικά αμφιβάλω πως θα γίνουν.



Φύγαμε– κάπως αργοπορημένα είναι η αλήθεια – από την κοιλάδα του Πάου και πήραμε τον δρόμο για την Ψωφίδα (τα Τριπόταμα). Μπήκαμε στην κοιλάδα του Σειραίου ποταμού με βλάστηση παρόμοια με τις άλλες κοιλάδες. Ο δρόμος άρχισε να γίνεται πιο πολυσύχναστος με αρκετά πέτρινα και μη, σπίτια κτισμένα δεξιά και αριστερά του δρόμου σε μικρούς συνοικισμούς. Πρέπει να πω ότι είδα αρκετά κατοικημένα σπίτια και χάρηκα που οι κάτοικοι ακόμη αντιστέκονται προς τις προβλέψεις των Ηνωμένων Εθνών για ταχεία αστικοποίηση της υπαίθρου. Λίγη ώρα μετά ήμασταν στα Τριπόταμα.
Το χωριό πρόκειται ουσιαστικά για δέκα κτίρια εκ των οποίων ένα σούπερ μάρκετ και δύο – τρεις ταβέρνες. Το αξιοσημείωτο του χωριού είναι πως συναντιούνται εκεί τρία ποτάμια: ο Σειραίος, ο Αροάνιος και ο Ερύμανθος. Τώρα τον χειμώνα είχε πάρα πολύ νερό και ήταν ένα ιδιαίτερο ευχάριστο θέαμα. Κατάφερα και είδα μόνο τον Αροάνιο και τον Ερύμανθο γιατί δεν είχαμε πολύ χρόνο. Σε κοντινή απόσταση από τις σύγχρονες γέφυρες βρίσκονται και δύο παλιά γεφύρια, απομεινάρια των παλιών μουλαρόδρομων της Τουρκοκρατίας που παρότι ασυντήρητα είναι σε καλή κατάσταση. Και εκεί, στα όρια των Τριπόταμων είδα τα σύνορα του Νομού Ηλείας και αποχαιρέτησα – προσωρινά – την Αχαΐα.


Για την συνέχεια πατήστε εδώ.

1 σχόλιο