Φενεός, χιόνι και κρύο

Ξεκινάμε αυτό το οδοιπορικό από το χωριό Τάτσι (Εξοχή) Αργολίδας με κατεύθυνση το οροπέδιο της Φενεού. Ο Φενεός βρίσκεται στην ορεινή Κορινθία οπότε το ταξίδι θα ήταν μακρινό και κουραστικό. Περάσαμε το διάσελο που συνδέει την Δούκα Βρύση με το Τάτσι επάνω στο όρος Φαρμακά και άρχισε η κατάβαση. Η νέφωση ήταν χαμηλή με αποτέλεσμα η ορατότητα να είναι περιορισμένη ενώ την ίδια ώρα έπεφτε χιονόνερο. Ευτυχώς ο δρόμος ήταν καθαρός από βροχή, αντίθετα από άλλες φορές που είχα περάσει. Απόλυτη ηρεμία επικρατούσε. Σιγά-σιγά η νέφωση υποχώρησε λίγο και εμφανίστηκε μπροστά μας το οροπέδιο της Αλέας. Πρόκειται για ένα καρστικό οροπέδιο που τον χειμώνα πλημμυρίζει από νερά. Όταν έρχεται η άνοιξη τα νερά στραγγίζουν μέσω καταβοθρών και το έδαφος που έχει πλέον στεγνώσει είναι εξαιρετικά εύφορο για καλλιέργεια. Τα εδάφη που δεν πλημμυρίζουν χρησιμεύουν κυρίως για βοσκή. Πάντως, τα παλιότερα χρόνια η περιοχή μαστιζόταν από την ελονοσία εξαιτίας της ιδιαιτερότητας αυτής. Σήμερα η περιοχή μαστίζεται κυρίως από την αστυφιλία και τον δημογραφικό και οικονομικό μαρασμό: το μόνο «ζωντανό» χωριό της περιοχής είναι η Σκοτεινή, κρυμμένη στο μυχό της κοιλάδας.

Τάτσι (Εξοχή). Το οροπέδιο της Αλέας απο ψηλά.

Τάτσι (Εξοχή), Οροπέδιο της Αλέας

Το Τάτσι είναι ένα γραφικό χωριό κτισμένο στην δυτική πλευρά του όρους Φαρμακά με θέα στο οροπέδιο, την Αλέα και την Φρουσιούνα. Είναι από τα υψηλότερα χωριά στον νομό Αργολίδας αφού βρίσκεται σε 750 μέτρα υψόμετρο (μόνο η Φρουσιούνα, η Κρύα Βρύση, το Κρυονέρι και το Τουρνίκι είναι ψηλότερα). Το χωριό δεν υπήρξε ποτέ ούτε πλούσιο ούτε μεγάλο και μόνο ο υποψιασμένος επισκέπτης θα έρθει ποτέ εδώ. Κι’ όμως, υπάρχει ένας οικισμός που έχει κρατήσει την παραδοσιακή του φυσιογνωμία με απλά αγροτόσπιτα κτισμένα με την μπλε πέτρα της περιοχής που τους δίνουν μία ξεχωριστή όψη. Το Τάτσι υπήρξε κάποτε και τοπικό αρχηγείο του ΕΑΜ και στρατόπεδο «πολιτικών κρατούμενων». Η περιοχή δοκιμάστηκε ιδιαίτερα σκληρά την δεκαετία του 1940. Ο χρόνος ωστόσο έχει πλέον απαλείψει την φρίκη και την βαρβαρότητα εκείνων των εποχών. Όταν πέρασα – αλλά και άλλες φορές που έχω περάσει – είδα μόνο δύο σπίτια να κατοικούνται. Το 1940 το χωριό κατέγραψε 232 κατοίκους αλλά το 2011 είχαν μειωθεί σε 30 (αν και νομίζω πως οι μόνιμοι πρέπει να ήταν πολύ λιγότεροι). Το 2021-2022 πόσοι θα είναι;

Τάτσι. Το χωριό.

Κατεβήκαμε και φθάσαμε στον κάμπο. Όπως όλα τα καρστικά πεδία έτσι και εδώ το έδαφος είναι εντελώς επίπεδο και περιβάλλεται από ψηλά και απόκρημνα βουνά. Πλέον ελάχιστα χωράφια αξιοποιούνται αφού οι κάτοικοι της περιοχής είναι λίγοι. Σε μερικά έχουν φυτευτεί αμπέλια λόγω της γειτνίασης με την Νεμέα ενώ άλλα χρησιμοποιούνταν ως βοσκοτόπια. Κοντά στην Σκοτεινή υπάρχουν και καρυδιές. Τα περισσότερα ωστόσο απλά υπάρχουν, πιθανόν να υπάρχουν διάφοροι συγκληρονόμοι ή αδιάφοροι απόγονοι που τώρα κατοικούν στις πόλεις και θεωρούν ότι δεν έχουν κάποια αξία ώστε ν’ ασχοληθούν περαιτέρω. Στα δεξιά μας συναντήσαμε την διακλάδωση για τον Άγιο Νικόλαο που κάποτε είχε παρόμοιο πληθυσμό με το Τάτσι αλλά τώρα έχει θεωρητικά επτά κατοίκους. Τα περισσότερα σπίτια είναι ερείπια και όταν τον είχα επισκεφτεί παλιότερα δεν είχα βρει κανένα σημάδι ζωής. Μετά από μία ευχάριστη διαδρομή στον κάμπο φθάσαμε κοντά στην Σκοτεινή. Είναι το μοναδικό χωριό με νέους και το μοναδικό με δημοτικό σχολείο και νηπιαγωγείο. Κάποτε ήταν η έδρα του Δήμου Αλέας ο οποίος μεταξύ άλλων κατασκεύασε και μία ωραία πλατεία και ένα δημαρχείο. Τώρα, όμως, είναι απλώς μία απομακρυσμένη περιοχή του τεράστιου, συνενωμένου από παλαιότερους δήμους, Δήμου Άργους. Η διοικητική παράνοια και ανορθολογισμός έχουν καταδικάσει το χωριό σε μία αργή παρακμή. Σε άλλο σημείο του παρόντος ιστότοπου έχουμε αναφερθεί στη ζημιά που προκάλεσε στα χωριά και τα μικρά μέρη το Πρόγραμμα Καλλιστράτης, προτιμώ να το αποκαλώ “Κακοστράτης”. Στρίψαμε δεξιά συνεχίζοντας προς Στυμφαλία.

Σκοτεινή. Το χωριό απο ψηλά.

Στυμφαλία

Στυμφαλία. Η λίμνη απο τα βορειοανατολικά.

Όσο πλησιάζει κανείς προς την Νεμέα τόσο πληθαίνουν τα καλλιεργούμενα χωράφια, κυρίως με αμπέλια. Φαίνεται πως η διεθνής καταξίωση του κρασιού της περιοχής και οι εξαγωγές έχουν καταφέρει να κρατήσουν το κόσμο στον τόπου του και να επενδύσουν σε αυτόν. Είδαμε επιτέλους και μερικά μαντριά να μας υπενθυμίζουν την μακρά κτηνοτροφική παράδοση της Πελοποννήσου και πήραμε τον δρόμο της Στυμφαλία. Δεξιά και αριστερά μεγάλα ορύγματα, αδιαμφισβήτητα για την δημιουργία του δρόμου. Σε λίγο μπροστά μας η θρυλική λίμνη. Αν και πρόκειται για μία εξαιρετικά ρηχή λίμνη που το καλοκαίρι ξεραίνεται μερικώς είναι γνωστή εξαιτίας της μυθολογίας που την περιβάλλει. Η περιοχή είναι ελαφρώς ορεινή με το οροπέδιο της Στυμφαλίας να είναι και αυτό καρστικό. Η διαφορά όμως με πριν είναι πως εδώ σχεδόν όλα τα χωράφια αξιοποιούνται και η περιοχή είναι περισσότερο κατοικημένη. Μπροστά μας η περίφημη Ζήρεια. Η κορυφή της ήταν καλυμμένη από πυκνά σύννεφα και δεν φαινόταν. Στρίψαμε αριστερά προς Λαύκα.

Στυμφαλία. Η λίμνη απο τα νοτιοανατολικά.

Το τοπίο της Στυμφαλίας είναι αδιαμφησβήτητα ωραίο και μεγαλειώδες. Η ρηχή λίμνη με τις πυκνές καλαμιές και με πλήθος πτηνών και υδρόβιων που παραμένουν πάντα καλά κρυμμένα από τους ανθρώπους. Ο δρόμος συνέχιζε από την νότια πλευρά της λίμνης. Η λίμνη πέρασε και εμφανίστηκαν πολλά χωράφια, κυρίως φυτεμένα με καρυδιές αλλά και βοσκοτόπια και σπαρτά. Σε λίγο φτάσαμε στην Λαύκα. Πρόκειται για ένα χωριό που κατοικείται ακόμη, κτισμένο σε μία μικρή βαθιά κοιλάδα στις πλαγιές του ελατοσκέπαστου Ολίγυρτου. Είχα εξερευνήσει το χωριό στο παρελθόν και το βρήκα γραφικό αλλά αλλοιωμένο. Δίπλα στα ωραία παραδοσιακά σπίτια από μπλε πέτρα είχαν υψωθεί και τσιμεντένια τέρατα κατά μίμηση αθηναίικών. Εδώ τα χωριά είχαν καλύτερη τύχη: από 955 κατοίκους το 1940, καταγράφηκαν 362 το 2011. Πήραμε τον νέο δρόμο προς Καστανιά και Φενεό και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε.

Στυμφαλία. Το οροπέδιο με τον συννεφιασμένο Ολίγυρτο.

Φενεός (η Φονιάς)

Ο καινούργιος δρόμος είναι σίγουρα πολύ πιο βολικός από τον παλιό – που όμως είναι πιο γραφικός. Τα πουρνάρια άρχισαν να αντικαθίστανται από έλατα όπως ανεβαίναμε. Η χιονοκάλυψη ήταν ψηλά ωστόσο δεν υπήρχε χιόνι στον δρόμο. Σε λίγο αντικρίσαμε στην Καστανιά. Το χωριό δεν έχει κάτι αξιόλογο να προσφέρει σε ότι αφορά την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, έχει βανδαλιστεί ανελέητα. Έχει ωστόσο μία καταπληκτική τοποθεσία με θέα επάνω σε όλο το οροπέδιο της Στυμφαλίας και ακόμη πιο μακριά. Διαθέτει πολλά νερά. Πλέον φθάναμε στον Φενεό. Ανεβήκαμε στο διάσελο που χωρίζει τα δύο οροπέδια και άρχισε η κατάβαση. Είχε πολλά αμάξια από την αντίθετη κατεύθυνση: ήταν κυρίως Αθηναίοι που γύριζαν στο «Κλεινόν άστυ» μετά από ένα παρασκευοσαββατοκύριακο στον Φενεό που έχει τα τελευταία αναπτυχθεί τουριστικά. Τα έλατα ελάττωσαν και πάλι άρχισαν τα πουρνάρια και τα λιβάδια. Περάσαμε γρήγορα την Μοσιά, το Μεσινό και ύστερα την Γκούρα.

Η Φενεός είναι ένα καρστικο οροπέδιο, το δεύτερο μεγαλύτερο της Πελοποννήσου μετά της Μαντινείας-Τεγέας και το υψηλότερο με μέσο υψόμετρο 700 μέτρων. Περιβάλλεται από την Ζήρεια, τον Χελμό, τον Ολίγυρτο και τον Σαΐτα. Το έδαφος είναι εντελώς επίπεδο και καλλιεργούνται κυρίως όσπρια με αρκετές καστανιές και καρυδιές. Η κτηνοτροφία είναι επίσης ανεπτυγμένη. Τα νερά που κατεβαίνουν από τα βουνά διοχετεύονται στον ποταμό Όλβιο (και τον παραπόταμο του Δόξα) ενώ παλαιότερα σχημάτιζαν μία λίμνη παρόμοια με την Στυμφαλία που λεγόταν Φονιάς (όνομα που χρησιμοποιείτο για όλη την περιοχή) τα νερά της οποίας κατέληγαν στον Λάδωνα ποταμό. Σήμερα η λίμνη Φονιάς εμφανίζεται μόνο τον χειμώνα ύστερα από πολλές βροχές ενώ έχει κτιστεί μία τεχνητή λίμνη επάνω στον χείμαρρο Δόξα που βρίσκεται βόρεια των Καλυβιών (αρχαία Φενεός) σε ένα μικρό οροπέδιο και χρησιμεύει στην άρδευση του κάμπου. Όλα τα χωριά της περιοχής είναι κτισμένα γύρω από το οροπέδιο στους πρόποδες των βουνών με το κυριότερο να είναι η Γκούρα.

Η περιοχή κατοικείται από την αρχαιότητα αφού στο χωριό Καλύβια βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας πόλης-κράτους του Φενεού. Τον μεσαίωνα δημιουργήθηκε η ξακουστή πόλη του Ταρσού που λέγεται πως είχε πληθυσμό δέκα χιλιάδες. Η πόλη καταστράφηκε ολοκληρωτικά το 1458 ύστερα από πολιορκία του Μωάμεθ Β’ του Πορθητή. Οι κάτοικοι παραδόθηκαν στους Οθωμανούς με τον όρο να τους αφήσουν ζωντανούς ωστόσο αυτοί δεν τήρησαν την συμφωνία και τους σκότωσαν με βάρβαρο τρόπο και ισοπέδωσαν την πόλη. Όσοι μπόρεσαν να διαφύγουν αργότερα ίδρυσαν την Γκούρα και τα γύρω χωριά της περιοχής. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα η πεδιάδα μαστιζόταν από την ελονοσία και πολλά τμήματα της δεν μπορούσαν να καλλιεργηθούν εξαιτίας της λίμνης. Η κατάσταση βελτιώθηκε σημαντικά ύστερα από αποστραγγιστικά έργα χαρίζοντας μας το τοπίο του σήμερα. Τα χωριά της περιοχής γνώρισαν σημαντική πληθυσμιακή αύξηση μέχρι το 1940 όπως εξάλλου και ολόκληρη η ύπαιθρος αλλά ύστερα η εσωτερική και η εξωτερική μετανάστευση τα κατέστρεψαν. Το 1940 ο πληθυσμός του Φενεού ήταν 5.502 αλλά το 2011 ήταν μόλις 1.342!

Σημαντική αναφορά πρέπει να κάνουμε εδώ στα γεγονότα του 1944 που έχουν σημαδέψει την περιοχή. Το 1943 εγκαταστάθηκε και κυρίευσε το ΕΑΜ τον Φενεό, μεταφέροντας το στρατηγείο του 6ου συντάγματος Κορινθίας στην Γκούρα. Τότε δημιουργήθηκε στρατόπεδο κρατούμενων στην Μονή Αγίου Γεωργίου στα Καλύβια και άρχισαν να εκτελούνται, αρχικά, λίγοι πολίτες που θεωρούνταν «εχθρικοί» προς το ΕΑΜ και το ΚΚΕ. Τον Απρίλιο του 1944 ωστόσο δόθηκε εντολή το ΕΑΜ να σκληρύνει την στάση του και να τρομοκρατηθεί ο πληθυσμός σε υποταγή. Ο υπεύθυνος στην Αργολιδοκορινθία που λεγόταν Θεόδωρος Ζέγκος – κοινώς Στάθης – άρχισε να απαγάγει άτομα από όλα τα χωριά της βορειοανατολικής Πελοποννήσου που θεωρούσε αντιδραστικά – συχνά μέσω καταγγελιών από συγχωριανούς τους– μαζί με τις οικογένειες τους και τους οδηγούσε στην Μονή. Τους βασάνιζαν και τους έριχναν στην περίφημη «Τρύπα» – φυσικό σπήλαιο σχετικά μεγάλου βάθους- χωρίς να εξαιρούν ούτε τις γυναίκες ούτε τα παιδιά ούτε καν τα βρέφη. Οι περισσότεροι άνθρωποι που σκοτώθηκαν έτσι σαδιστικά ήταν απλοί άνθρωποι που δεν είχαν καμία σχέση ούτε με τους Γερμανούς, ούτε με τους Ιταλούς και ούτε καν με τους «δεξιούς». Στο τέλος αφού σφαγιάστηκαν εκατοντάδες άνθρωποι εκτελέστηκαν και οι μοναχοί της Μονής. Το γεγονός αυτό στέκει ως υπενθύμιση πως ο ιδεολογικός φανατισμός αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες πληγές της ανθρωπότητας τους τελευταίους δύο αιώνες. Οι άνθρωποι εκείνης της περιόδου αλληλοσφάχτηκαν για ανόητους λόγους μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσουν ξένα συμφέροντα. Ελπίζω πως οι δικές μας γενιές – που πλέον έχουμε την επίγνωση του παρελθόντος – θα συμπεριφερθούν καλύτερα…

Στενό – Συβίστα – Καλύβια

Στενό. Το γεφύρι του Κοτρώνι.

Δεν σταματήσαμε τελικά στην Γκούρα πάρα το γεγονός πως ήταν ο αρχικός μας προορισμός. Περάσαμε το χωριό και κατευθυνθήκαμε προς το Στενό. Όπως υποδηλώνει το όνομα του, βρίσκεται κοντά στο σημείο που στενεύει η κοιλάδα στον βορρά. Μετά το Στενό ο δρόμος οδηγεί είτε περνώντας τον Όλβιο νοτιοδυτικά προς Συβίστα (Φενεός) και μετά στην Λίμνη Δόξα και τα Καλύβια (Αρχαία Φενεός) είτε προς την θάλασσα μέσω Ζαχολής (Εβροστίνα). Το Στενό είναι το μοναδικό χωριό που είναι πεδινό. Δεν διαθέτει κάτι το ιδιαίτερο αλλά έχει σχετικά καλά διατηρημένα σπίτια με τις εσωτερικές τους αυλές άθικτες. Αξιοθέατο αποτελεί η βρύση που αναβλύζει μέσα από την κουφάλα ενός πλατάνου στην κεντρική πλατεία. Εμείς συνεχίσαμε προς την Συβίστα. Περάσαμε τον Όλβιο από το τρίτοξο γεφύρι του Κοτρώνι. Την Συβίστα την περάσαμε από νότο, βλέποντας ελάχιστα, και συνεχίσαμε προς Δόξα.

Καλύβια (Αρχαία Φενεός). Η λίμνη Δόξα με την Ντουρντουβάνα και τον Χελμό.

Ο δρόμος που συνδέει την Συβίστα με την Δόξα είναι χωματόδρομος παρά τις παραπλανητικές πινακίδες του τοπικού συλλόγου του χωριού και χρειάστηκε να οδηγήσω πολύ προσεκτικά. Το φυσικό τοπίο ήταν πολύ ωραίο με πολλά πλατάνια, καστανιές και καρυδιές. Σε παλιότερες εποχές εδώ θα ήταν ο «καστανιώνας» του χωριού. Ανεβαίνοντας έκανε την εμφάνιση της η μαύρη πεύκη και έπειτα η κεφαλληνιακή ελάτη. Ο δρόμος είναι σε κακή κατάσταση με πολλές λακκούβες και εξαιτίας της βροχής είχε βαλτώσει σε μερικά σημεία. Παρά την περιπετειώδη διαδρομή φτάσαμε επιτέλους στο φράγμα. Είναι χωμάτινο όπως εξάλλου και τα περισσότερα στην Ελλάδα, με μικρό σχετικά ύψος και κατασκευάστηκε την δεκαετία του 90 για την άρδευση της πεδιάδας. Η ίδια η λίμνη βρίσκεται σε ένα πολύ ωραίο φυσικό περιβάλλον αλλά δεν έχει κάτι άλλο να παρουσιάσει πέρα από την ομορφιά της. Θα σταματούσα στο εκκλησάκι του Αγίου Φανουρίου αλλά αποφάσισα να συνεχίσω προς Καλύβια γιατί η περιοχή ήταν γεμάτη πρωτευουσιάνους.

Καλύβια. Προς το Λούζι με το όρος Σαιτάς.

Τα Καλύβια υπήρξαν κάποτε το δεύτερο μεγαλύτερο χωριό του Φενεού και βρίσκονται πλησίον της αρχαίας πόλης, εξ ‘ου και η σύγχρονη ονομασία του. Δεν καταφέραμε να τα επισκεφτούμε ωστόσο πρέπει να ομολογήσω πως βρίσκονται σε μία πολύ ωραία τοποθεσία. Είναι απλωμένα επάνω στους πρόποδες της Ντουρντουβάνας (Πεντέλης) σε επικοινωνία με τον δρόμο που οδηγεί στην Δόξα. Το χωριό κατηφορίζει μέχρι τον κάμπο και περιβάλλεται από χειμάρρους με άφθονα νερά. Δίπλα του βρίσκεται ο Φονιάς που ουσιαστικά αποτελεί την οικιστική του συνέχεια.

Εκείνη την ώρα κατευθυνθήκαμε προς μία ταβέρνα της περιοχής όπου γευτήκαμε παραδοσιακά πιάτα της περιοχής: βασικά κρεατικά. Φάγαμε και φύγαμε για τον τελικό προορισμό μας: την Γκούρα.

Καλύβια. Προς το Μεσινό με την κορυφή της Ζήρειας (Κυλλήνη).

Ο δρόμος που ενώνει τα Καλύβια με το Μεσινό είναι γραφικότατος. Μεγάλες καρυδιές και καστανιές μπλέκονται με βοσκοτόπια και σπαρτά χωράφια. Ύστερα περνάς την «προσωρινή» μεταλλική γέφυρα του Ολβίου και βρίσκεσαι στο Μεσινό. Είναι ένα άχαρο χωριό κτισμένο το μισό επάνω στους πρόποδες της Ζήρειας και το άλλο μισό στην πεδιάδα. Μετά πήραμε τον δρόμο πάλι για Γκούρα. Πλέον βράδιαζε αλλά ο ουρανός είχε καθαρίσει από την συννεφιά και μπόρεσα να φωτογραφίσω τα χιονισμένα βουνά σε όλη την μεγαλοπρέπεια τους.

Γκούρα

Γκούρα. Θέα απο την Συβίστα (Φενεό).

Η Γκούρα όπως έχω προαναφέρει είναι το κεφαλοχώρι της περιοχής. Ιδρύθηκε ύστερα από την πτώση του Ταρσού γύρω στο 1500 και αποτέλεσε την έδρα των προεστών της περιοχής και αργότερα κατά την Επανάσταση των οπλαρχηγών. Η οικογένεια Οικονόμου – Γκούρα είναι η πιο σημαντική που έχει βγάλει το χωριό και έχει δώσει αρκετούς οπλαρχηγούς και πολιτικούς. Παραδοσιακά η κτηνοτροφία, και δευτερευόντως η γεωργία αποτελούσαν τις οικονομικές βάσεις του οικισμού. Περίφημο υπήρξε το κρασί της στο παρελθόν αν και δεν μπόρεσα να διακρίνων αμπελώνες. Σημαντική ασχολία των κατοίκων υπήρξε επίσης και η οικοδομική. Όπως και πολλά ορεινά χωριά της Πελοποννήσου (Λαγκάδια, Κλουκίνες) και της υπόλοιπης χώρας (Μαστοροχώρια Ηπείρου και Μακεδονίας, Τήνου και Καρπάθου και πολλά άλλα) πολλοί κάτοικοι αποφάσισαν να ασχοληθούν με την πέτρα και να σχηματίσουν περιφερόμενα μπουλούκια. Δούλευαν από την Μάρτιο μέχρι τον Νοέμβριο στα γύρω χωριά αλλά και σε ολόκληρη την Πελοπόννησο και τον χειμώνα επέστρεφαν στην Γκούρα και στις οικογένειες τους. Στην σύγχρονη εποχή η κύρια δραστηριότητα έχει πλέον γίνει ο τουρισμός λόγω του χιονοδρομικού κέντρου Ζήρειας, πράγμα δυσάρεστο.

Γκούρα. Θέα στον Κάμπο και τον Σαιτά.

Η Γκούρα έχει πλούσια αρχιτεκτονική και ξεχωρίζει εύκολα από τα υπόλοιπα χωριά. Ο κεντρικός ναός στην κεντρική πλατεία είναι κτίσμα των τελών του 19ου αιώνα και συνδυάζει παραδοσιακά με νεοκλασικά στοιχεία. Ενδιαφέροντα κτίρια αποτελούν και τα δύο καφενεία παραπλήσιόν της εκκλησίας. Το πιο σημαντικό όμως κτίσμα είναι το αρχοντικό Οικονόμου-Γκούρα – της ομώνυμης οικογένειας – που ανάγεται στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Είναι διώροφο με κατώι (υπόγειο) και διαθέτει μία μεγάλη εσωτερική αυλή στην πίσω πλευρά του. Τα παράθυρα του παρουσιάζουν την ιδιαιτερότητα ότι είναι μικρά και με θολωτή απόληξη προς τα πάνω. Τέτοιου είδους παράθυρα ήταν πολύ κοινά κατά την ύστερη εποχή του Βυζαντίου και κατά την Τουρκοκρατία. Στο παρελθόν το αρχοντικό αποτελούσε ένα ενιαίο συγκρότημα με το γειτονικό αρχοντικό του Μόρτη (που δεν επισκέφτηκα) και περιβαλλόταν από έναν τοίχο με πυργίσκους- με σκοπό την προστασία από τους επιδρομείς. Δυστυχώς σήμερα το αρχοντικό ρημάζει και έχει υποστεί σημαντικές ζημιές. Πιστεύω όμως η ιστορική του και αρχιτεκτονική του αξία θα μπορούσε να το σώσει και να αξιοποιηθεί είτε ως ξενώνας είτε ως μουσείο (η καλύτερη βέβαια επιλογή θα ήταν να ξανακατοικηθεί από μέλη της οικογένειας).

Γκούρα. Το αρχοντικό Οικονόμου-Γκούρα.

Άλλο σημαντικό αρχοντικό – τουλάχιστον για εμάς που ασχολούμαστε με τον αντικείμενο – είναι του Σαρλή. Όπως και τα άλλα είναι εγκαταλελειμμένο χρόνια και η κατάσταση του είναι ιδιαίτερα θλιβερή. Ελπίζω να διασωθεί πριν πέσε. Το Δημοτικό Σχολείο έκλεισε πριν κάποια χρόνια και τώρα πια το κτίριο είναι άδειο και λυπητερό. Το Γυμνάσιο με λυκειακές τάξεις επιβιώνει ακόμη. Είναι ενδεικτικό πως το μόνο νηπιαγωγείο-δημοτικό σχολείο που απομένει στην περιοχή του Φενεού βρίσκεται στο Μεσινό. Ευτυχώς το Κέντρο Υγείας επιβιώνει και μάλιστα ανακαινίστηκε πρόσφατα. Πέρα από αυτά το χωριό περιλαμβάνει ευτυχώς όλες τις βασικές υπηρεσίες που θα μπορούσε να χρειαστεί κανείς. Απαραίτητο αν σκεφτεί κανείς πως η έδρα του δήμου βρίσκεται στο μακρινό Κιάτο που απέχει μία ώρα με το αυτοκίνητο σε έναν δρόμο που πιάνει συχνά χιόνι και πάγο.

Γκούρα. Το αρχοντικό του Σαρλή.

Η Γκούρα το 1907 κατέγραψε έναν πληθυσμό που υπέρβαινε τα χίλια άτομα. Το 2011 κατέγραψε μόλις 231 κατοίκους. Το 2021 πολύ φοβάμαι πως ο πληθυσμός θα έχει μειωθεί ακόμη περισσότερο. Το ίδιο ισχύει για όλους τους οικισμούς της γύρω περιοχής. Μία περιοχή που κάποτε υπήρξε ρωμαλέα και υγιής τώρα βρίσκεται σε μία τελική παρακμή. Είναι τέτοια η δημογραφική και οικονομική κατάρρευση της υπαίθρου – ιδίως της ορεινής – που έχουμε φτάσει στο σημείο να πανηγυρίζουμε πως υπάρχουν σχολεία, ΚΕΠ, κέντρα υγείας, υπεραγορές, κομμωτήρια, ταβέρνες, καφενεία και χασάπηδες. Υπηρεσίες – σε μία χώρα όπου αυτές καταλαμβάνουν το 80% του ΑΕΠ – που σε άλλες εποχές θα ήταν αυτονόητες και υπαρκτές τώρα πια γίνονται «προνόμια» και «πολυτέλειες». Οι φιλεύσπλαχνες κυβερνήσεις των τελευταίων ογδόντα ετών νοιάστηκαν τόσο για την υγεία και ευημερία της χώρας που φρόντισαν να κλείσουν ως «ελλειμματικές» τις υπηρεσίες των ορεινών χώρων και να προνοήσουν για την γιγάντωση της πρωτεύουσας έτσι ώστε να μπορέσει να υποδεχθεί το «πλεονάζων ανθρώπινο δυναμικό».

Γκούρα. Το παλιο δημοτικό σχολείο
Γκούρα. Το Γυμνάσιο-Λύκειο.
Γκούρα. Το Κέντρο Υγείας.

Εκεί όπου υπήρξαν ανθηρές κοινότητες για χιλιάδες χρόνια, εκεί όπου ο πολιτισμός μας γεννήθηκε και μεγάλωσε και ήκμασε, εκεί όπου η φλόγα της Ρωμιοσύνης κρατήθηκε – και θα κρατηθεί – ζωντανή η πολιτεία αποφάσισε να τις διαλύσει. Το «Ελληνικό οικονομικό θαύμα» που ακόμη κάποιοι μνημονεύουν που κτίστηκε αν όχι στην εξαθλίωση, στην μιζέρια και στην καταστροφή του Ελληνικού κόσμου – αυτού των βουνών, των νησιών, των χωριών και της παράδοσης. Πραγματικά ποιος ωφελήθηκε από τα υπέρογκα δάνεια που χρεοκόπησαν την χώρα μετά την δεκαετία του 1980; Δεν νομίζω πως ήταν η Γκούρα, ούτε και τα Καλύβια, ούτε και το Μεσινό. Όπως δεν νομίζω πως ήταν η Δημητσάνα, η Βλαχοκλεισούρα, το Βαθύ Ιθάκης και τα Αντικύθηρα. Η Αθήνα ήταν που ωφελήθηκε πρωτίστως, και οι διάφορες μικρότερες πόλεις της επαρχίας δευτερευόντως. Σαν μία αεικίνητη μαύρη τρύπα αυτή η πόλη κατασπαράζει όλη την χώρα από τότε που επιλέχθηκε ως πρωτεύουσα. Και επειδή φυσικά δεν μπορεί να δημιουργήσει δουλειές για τους μετανάστες – δεν έχει ούτε βιομηχανία ούτε γεωργία και ούτε καν εμπόριο – τους στέλνει στα ξένα. Πραγματικά όπου και αν έχω πάει σε αυτή την χώρα αισθάνομαι πως δεν έχει υπάρξει μεγαλύτερο δεινό στην ιστορία της Ελλάδος από αυτή την πόλη.

Γκούρα. Μαρμάρινη ανάγλυφη πλάκα Μακεδόνα μάστορα.

Η νύχτα ήρθε και ήρθε και η παγωνιά. Ήταν πια η ώρα της επιστροφής. Οι Αθηναίοι και Κορίνθιοι επισκέπτες είχαν πια αναχωρήσει φοβούμενοι τον δρόμοι (πάντως τα περισσότερα ατυχήματα γίνονται σε πόλεις) για να επιστρέψουν στην μικροαστική τους καθημερινότητα. Εμείς συνεχίσαμε για λίγο την εξερεύνηση του χωριού. Το καφενείο έπαιζε τζαζ μουσική και οι λιγοστοί νέοι είχαν μαζευτεί εκεί μαζί με άλλους μεγαλύτερης ηλικίας. Εδώ το χάσμα των γενεών – όπως και στα περισσότερα χωριά – είναι ακόμη μακριά. Τι αντίθεση από τα σίσα μπαρ, τα κλάμπ και τις καφετέριες των μεγαλουπόλεων!

Γκούρα. Το καφενείο.
Γκούρα. Η Εκκλησία.
Γκούρα. Ανεβαίνοντας στον πάνω μαχαλά.

Επιστροφή

Η επιστροφή υπήρξε γαλήνια. Αποφασίσαμε να επιστρέψουμε μέσω Νεμέας αφού είναι (έτσι νόμιζα) πιο ασφαλής ο δρόμος. Συναντήσαμε πάρα πολύ πυκνή ομίχλη στο διάσελο μεταξύ Φενεού και Στυμφαλίας αλλά ευτυχώς ο δρόμος ήταν άδειος Με πολύ προσοχή κατάφερα να κατεβώ προς Στυμφαλία όπου και ελάττωσε χωρίς να εξαφανιστεί τελείως. Στα δεξιά μας συναντήσαμε τα ερείπια της μεσαιωνικής Μονής Ζάρακα – σπάνιο δείγμα γοτθικής αρχιτεκτονικής με αρχαία spolia – και σύντομα φτάσαμε στο Ψάρι. Το Ψάρι είναι ένα εύρωστο χωριό – έχει νηπιαγωγείο – που ακόμη διατηρεί τους κατοίκους του παρά την ορεινή του τοποθεσία. Είναι ένα νεόκτιστο χωριό επειδή καταστράφηκε από τους Γερμανούς και δεν έχει κάτι να προσφέρει από αισθητικής άποψης. Πάντως είδα σπίτια υπό κατασκευή που αποτελούν αναμφίβολα απόδειξη ίσως (δεν τολμώ να το πω) ακόμη και πληθυσμιακής αύξησης. Συνεχίσαμε και πλέον φτάσαμε στην μεγάλη κατάβαση προς τον κάμπο της Νεμέας, το Φλιάσσιο πεδίο. Από ψηλά που ήμασταν βλέπαμε τα φώτα της Νεμέας, των γύρω χωριών και από μακριά της Αργολίδας. Κυρίως όμως είδαμε το Κέντρο Δορυφορικών Επικοινωνιών του ΟΤΕ με τα κόκκινα και λευκά του φώτα να παρουσιάζουν μία ιδιαίτερη εικόνα.

Μετα τις στροφές το πρώτο χωριό που βρίσκει κανείς είναι ο Γαλατάς. Είναι ένα μικρό χωριό που είχε σχολείο πριν πολλά χρόνια. Περάσαμε τα Αηδόνια, το Λεόντιο και μετά μπήκαμε στην Αργολίδα. Εδώ στέκει το Γυμνό, κτισμένο στους ανατολικούς πρόποδες του Φαρμακά, που είναι απομονωμένο από τον υπόλοιπο δήμο Άργους και απότοκος της ανορθολογικής διοικητικής διαίρεσης της χώρας. Έχει ονομαστά οινοποιεία και υπήρξε χωριό αξιοσέβαστου μεγέθους. Ο δρόμος συνεχίζει προς την Στέρνα, προορισμό μας. Εδώ σώζονται τα ερείπια του αρχαίου υδραγωγείου του Αδριανού που ύδρευε την Κόρινθο από την Στυμφαλία, ένα από τα μεγαλύτερα μάλιστα στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο δρόμος όσο πήγαινε όλο και γινόταν πιο απότομος, κατεβαίνοντας από το Φλιάσσιο πεδίο προς την κοιλάδα του Ινάχου. Πλέον τα αμπέλια τελείωσαν και άρχισαν οι πολλές ελιές – μοναδικός καρπός που αποδίδει στο εδώ πετρώδες τοπίο σμιλευμένο από τα νερά των παγετώνων και του Φαρμακά. Μετα από πολύ ώρα μοναχικής οδήγησης φτάσαμε επιτέλους στην Στέρνα.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *