Ωραία ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα η σημερινή, ιδανική για μία εκδρομή. Κοιτώντας τον χάρτη, το μάτι μου έπεσε πάνω στην Λίμνη του ποταμού Λάδωνα στην μέση του ορεινού Μωριά. Ο Λάδωνας είναι γνωστός, η λίμνη του όχι τόσο. Δίπλα της τα κεφαλοχώρια Στρέζοβα (Δάφνη) και Διβρίτσα (Δήμητρα). Σκέφτηκα πως θα ήταν μία ωραία εκδρομή. Περνώντας την σήραγγα του Αρτεμισίου (ή καλύτερα να πω του Λύρκειου όρους) μπήκαμε στο οροπέδιο της Μαντινείας. Mετά το Λεβίδι, πήραμε την κατεύθυνση προς Βυτίνα, στρίψαμε στη διασταύρωση προς Αρχαία Ολυμπία και ακολουθήσαμε τον δρόμο για τον Πάο Αχαΐας και την διασταύρωση για Στρέζοβα.
Περνόντας την Παναγίτσα σκέφτηκα ότι θα ήταν καλό να επισκεφθούμε τον Δάρα. Κάποτε μεγάλο κεφαλοχώρι (με 1.400 κατοίκους το 1940), πλέον ανήκει στον δήμο Τρίπολης και είναι το τελευταίο χωριό της Αρκαδίας στην περιοχή, πριν τα σύνορα με την Αχαϊα. Απλωμένο στον μυχό μίας μικρής κοιλάδας στους πρόποδες του όρους Σαϊτά (1.812 μ) έχει ωραία θέα προς την κοιλάδα του Τράγου. Αφού η τοποθεσία του χωριού δεν ευνοεί τις καλλιέργειες, οι κοντινές πεδινές εκτάσεις του Τράγου του ανήκουν. Η περιοχή, αποτελούμενη από τον Δάρα και την κοντινή Λυκουρία υπήρξε ένας θύλακας Αρβανιτοφωνίας στην καρδιά του Μωριά. Στην σύγχρονη εποχή είναι αμφίβολο αν η γλώσσα συνεχίζει να ομιλείται. Σίγουρα η όλο και επιταχυνόμενη ερήμωση μεγάλων χωριών και η απώλεια πολιτισμικών στοιχείων δεν αποτελεί πρόοδο. Όπως, εξάλλου, και η υπεραστικοποίηση και η υπερσυγκέντρωση πληθυσμού σε πέντε μεγάλα αστικά κέντρα στ η χώρα μας.

Την μέρα αυτή, όμως, είχαν φτάσει λίγες οικογένειες από τα μακρινά αστικά κέντρα για να γιορτάσουν το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας. Κάποια παιδιά έπαιζαν στην αυλή του σχολείου, ενώ άλλα περπατούσαν σε παρέες στους δρόμους. Οι λιγοστοί μόνιμοι κάτοικοι είναι ηλικιωμένοι. Το σχολείο πρέπει να κτίστηκε την δεκαετία του 1950, με μεγάλα παράθυρα που βλέπουν προς τον κάμπο, συμπαγείς πέτρινους τείχους και υπέροχη αυλή. Κλειστό εδώ και αρκετά χρόνια. Μια πινακίδα μας υπενθυμίζει πως κάποτε υπήρχε Γυμνάσιο εδώ. Περασμένα μεγαλεία! Αρχιτεκτονικά το χωριό αποτελείται κυρίως από κτίσματα του Μεσοπολέμου που μαρτυρούν μία κάποια ακμή εκείνη την περίοδο, περίοδος προόδου χάρη στις αγροτικές μεταρρυθμίσεις, αν και δεν λείπουν και τα παλιότερα κτίσματα. Ανεβαίνοντας προς την πάνω γειτονιά αντίκρισα ένα παλιό αρχοντικό του 1901, μάλλον κτισμένο από Λαγκαδινούς μαστόρους. Παρότι πρέπει να είναι παρατημένο πολλά χρόνια τώρα, ακόμη κρατά γερά. Γύρω από το χωριό ακόμη υπάρχουν αρκετά καλά δείγματα αρχιτεκτονικής και ευτυχώς έχει κρατήσει την ταυτότητα του με μεμονωμένες επεμβάσεις. Υπάρχει και ένα Λαογραφικό Μουσείο. Έχω παρατηρήσει πως σε κάθε χωριό που έχει κτυπηθεί από την μάστιγα της αστικοποίησης, κάποιος «πολιτιστικός σύλλογος» ή ομογενής διαθέτει χρήματα να γίνει ένα μουσείο. Είναι σχεδόν σαν να προσπαθούν να εξιλεωθούν προς το χωριό και τους προγόνους τους, για την εγκατάλειψή του. Με θεωρητικά 383 κατοίκους το 2011 ο Δάρας θα έπρεπε ακόμη να δείχνει κάποια ζωή. Κι’όμως, αυτό δεν ισχύει.

Εδώ τελείωσε η επίσκεψη μας στον γοητευτικό αλλά ξεχασμένο Δάρα. Σε λίγο συναντήσαμε πάνω στον κεντρικό δρόμο την διασταύρωση προς την Στρέζοβα και την λίμνη. Το πρώτο χωριό «της λίμνης» είναι η Στρέζοβα (Δάφνη) που ανήκει στον νομό Αχαΐας. Εκτείνεται στην νοτιοανατολική πλευρά του Αφροδίσιου όρους, σε πολλούς μαχαλάδες. Κεφαλοχώρι, που κάποτε υπήρξε πολύ μεγαλύτερο των Καλαβρύτων, ευτυχώς ακόμη ζωντανό με σχολεία, μαγαζιά και επιχειρήσεις. Διασχίσαμε την καταπράσινη κοιλάδα του Πάου με λιβάδια, πλατάνια και δρύς και ανεβήκαμε αρκετά μέχρι να πρωτοαντικρίσουμε το χωριό. Είδαμε τα πρώτα σπίτια, καινούργια και τούβλινα αλλά και το Γυμνάσιο-Λύκειο που, ευτυχώς, ακόμη λειτουργεί. Δεν εξερευνήσαμε το χωριό, όμως διαπίστωσα ότι επάνω στον κεντρικό δρόμο, τουλάχιστον, πολλά κτίρια ήταν η καινούργια η αλλοιωμένα. Δυστυχώς τα ζωντανά χωριά δεν σέβονται πάντα την αρχιτεκτονική τους φυσιογνωμία. Στην απογραφή του 1940 το χωριό είχε σχεδόν 2.500 κατοίκους όμως το 2011 καταγράφτηκαν μόλις 436. Τουλάχιστον εδώ η απογραφή ήταν σωστή αν κρίνω από τον κόσμο που είδα…

Η Στρέζοβα είναι κτισμένη σε ορεινή και επικλινή θέση με σπουδαία θέα προς την λίμνη Λάδωνα χωρίς ωστόσο να φαίνεται από την εθνική οδό Πατρών – Τριπόλεως (σημαντικός δρόμος από την αρχαιότητα), κρυμμένη τα παλιά τα χρόνια από τους Τούρκους. Ο ποταμός Λάδωνας περιβάλλεται από χωράφια και βοσκοτόπια σε πεζούλες που κατηφορίζουν προς τις εύφορες εκτάσεις του. Πλέον, οι περισσότερες πεζούλες δεν καλλιεργούνται και καταρρέουν. Τελείωσε σύντομα η Στρέζοβα και πήραμε τον δρόμο προς την Διβρίτσα (Δήμητρα). Το τοπίο εδώ είναι πιο γλυκό από την μέσα Γορτυνία, λιγότερο δραματικό, αφού κοιτάει προς το Ιόνιο πέλαγος. Μερικά χιλιόμετρα μετά την Δάφνη είναι το χωριό Ποδογορά (Πουρνάρια) το οποίο είναι μικρό με λίγους μόνο κατοίκους. Το τοπίο είναι διάσπαρτο με πουρνάρια που δίνουν και το νέο όνομα του οικισμού. Μετα την Ποδογορά είναι το Συριάμο (Μουριά) που ανήκει στην Ποδογορά και είναι ακόμη μικρότερο, με ωραία, ωστόσο, θέα προς την λίμνη και το δυτικό Μαίναλο απέναντι.

Από εδώ ξεκινάει η παραλίμνια διαδρομή μας. Η Λίμνη Λάδωνα σχηματίστηκε το 1956 ύστερα από την κατασκευή τσιμεντένιου φράγματος επάνω στον ομώνυμο ποταμό και δημιουργήθηκε πρωτίστως για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Πρόκειται για ένα από τα πρώτα φράγματα της ΔΕΗ. Έχει μήκος περίπου 9 χλμ και μέγιστο πλάτος 1,5 χλμ, είναι δηλαδή μία στενή λίμνη που απλώνεται πάνω από την παλιά κοίτη του ποταμού. Το ταξίδι μας πλάι στην Λίμνη ήταν ερημικό και γαλήνιο. Είχε ήδη αρχίσει να κατεβαίνει ο ήλιος και οι πορτοκαλί ακτίνες του αντανακλούσαν επάνω στο νερό και στα γύρω βουνά αισίως. Τα χωριά γύρω από την λίμνη έχουν ερημώσει προ πολλού οπότε η ανθρώπινη παρουσία είναι πολύ περιορισμένη. Το υψόμετρο εδώ είναι ημιορεινό οπότε η πιο διαδεδομένη καλλιέργεια είναι η ελιά αν και κύρια οικονομική δραστηριότητα παραμένει η κτηνοτροφία.
Τον τελευταία καιρό συζητιούνται πολλά για την ενδεχόμενη «αξιοποίηση» της λίμνης. Πιστεύω ότι αξιοποίηση μπορεί να υπάρξει μόνο με σεβασμό προς το φυσικό περιβάλλον και τους μόνιμους κατοίκους της περιοχής. Μάλιστα η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι ο ήπιος τουρισμός είναι επιτυχημένος μόνο όταν διεξάγεται και υποστηρίζεται απο τους μόνιμους κατοίκους και όταν οι παραδοσιακές δραστηριότητες μίας περιοχής ενώνονται αρμονικά με τον τουρισμό. Στην Ελλάδα δυστυχώς η φιλοσοφία που έχει ακολουθηθεί είναι το αντίθετο: προσπάθεια επιβολής ψεύτικων ταυτοτήτων και εντυπώσεων και απαξίωση των ντόπιων.

Οι ακτές της λίμνης είναι λίγο μονότονες. Από την μία έχει μία συνεχόμενη στενή αμμούδινη παραλία και από την άλλη, πάνω από το δρόμο, έχει βοσκοτόπια και χωράφια που τώρα έχουν γεμίσει πουρνάρια. Μόνο «αξιοθέατο» να διακόπτει αυτή την μονοτονία είναι ένα παλιό παρατημένο εξοχικό κέντρο δίπλα σε μία κάπως πιο μεγάλη παραλία. Πού και πού βλέπει ο επσκέπτης και μια στάνη, δείγμα πενιχρής οικονομικής δραστηριότητας. Μετά από λίγη ώρα άρχισε η λίμνη να στενεύει σημαντικά και τα βουνά να κλείνουν τη θέα γύρω μας. Η λίμνη τελείωσε και είδαμε από πάνω το φράγμα: στενό και ψηλό. Το τοπίο αλλάζει, γίνεται πιο υγρό με πολλά πλατάνια στην κοίτη του ποταμού και με ψηλά πουρνάρια. Τα βουνά, πλέον, ορθώνονται επιβλητικά ψηλά από εμάς και το όλο τοπίο έχει κάτι το μαγευτικό αλλά και απροσδιόριστο. Ίσως είναι η γλυκύτητα του φωτός και του νερού που μπλέκεται με το σκληρό γκρίζο των απόκρημνων βράχων;

Προσπαθήσαμε να πλησιάσουμε το φράγμα όμως δεν στάθηκε εφικτό γιατί, πολύ απλά, μόνο οι υπάλληλοι του υδροηλεκτρικού σταθμού μπορούν να πάνε εκεί. Από το φράγμα ξεκινάει και δρόμος που οδηγεί στα Τρόπαια (με τα οποία θα ασχοληθούμε σε άλλο άρθρο), στενός πολύ και σκαμμένος μέσα στον βράχο, όπου δεν λείπουν και οι κατολισθήσεις (μακριά από εμάς!). Εμείς ωστόσο συνεχίσαμε προς Διβρίτσα (Δήμητρα) παρά την πλέον προχωρημένη ώρα. Ένας φιδίσιος δρόμος μας οδήγησε σε ένα παρακείμενο χωριού, την Βάχλια. Δεξιά και αριστερά πολλά υπολείμματα ανθρώπινης δραστηριότητας με αναρίθμητες πεζούλες. Κοντά στην Βάχλια συναντήσαμε και ένα πολύ ωραία καστανοδάσος με άφθονα νερά.
Η Βάχλια πρέπει να ήταν, κάποτε, ένα μεγάλο χωριό. Απλώνεται σε δύο μαχαλάδες που τους χωρίζει ένας χείμαρρος: το κυρίως χωριό είναι στην δύση και η Πέρα Βάχλια στην ανατολή. Πρέπει να ομολογήσω πως κάνοντας αυτή την εκδρομή δεν είχα πληροφορηθεί καθόλου για την Βάχλια και την θεωρούσα ένα ασήμαντο χωριουδάκι. Μόλις ωστόσο την αντίκρυσα, η γνώμη μου άλλαξε γρήγορα. Το φυσικό περιβάλλον είναι θαυμάσιο και η τοπική αρχιτεκτονική εξαιρετικά διατηρημένη και αυθεντική. Δυστυχώς, δεν είχαμε χρόνο και ήθελα να δω την Δήμητρα οπότε την προσπεράσαμε. Στην απογραφή του 1940 πάντως είχε 960 κατοίκους.

Η διαδρομή προς την Διβρίτσα ή Δήμητρα, μετά την Βάχλια, δεν διήρκησε πολύ, παρά την αντίθετη άποψη μιας παρέας Αθηναίων που συναντήσαμε στην Βάχλια (που όταν τους ρωτήσαμε αν ήταν μόνιμοι κάτοικοι απάντησαν καταφατικά). Φτάσαμε στο χωριό λίγο πριν την δύση του ηλίου. Το όνομα Διβρίτσα είτε είναι αρβανίτικης προέλευσης και σημαίνει τόπος με πολλά νερά, είτε, κατά άλλη και επικρατέστερη εκδοχή, σλαβικής, από το αρχαίο σλαβικό “ντιμπρ’, δηλαδή χαράδρα ή χάσμα . Όσο για το ελληνικό του όνομα Δήμητρα, αυτό το πήρε από παρακείμενο αρχαίο ναό της Ελευσείνιας Δήμητρας, ερείπια του οποίου σώζονται. Πρόκειται για μεγάλο χωριό, κτισμένο στις απότομες (αλλά όχι ακαλλιέργητες) πλαγιές του Αφροδισίου όρους, ενώ νότια κυλάει ο ποταμός Λάδωνας. Είναι πολύ απότομο το έδαφος εδώ και ακόμη και ο δρόμος που οδηγεί στο χωριό θέλει προσοχή. Στην κεντρική πλατεία, ευτυχώς, συναντήσαμε μία θέση στάθμευσης. Η Δήμητρα, λοιπόν, ήταν μεγάλο χωριό κάποτε (αχ, αυτό το “κάποτε”) με πληθυσμό που στην ακμή της υπέρβαινε τους 1.000, δηλαδή περί το 1896. Από εκείνες τις εποχές κοσμείται με πολύ όμορφα – και ευτυχώς καλοδιατηρημένα – κτίρια μεταξύ των οποίων η κεντρική εκκλησία του Αγίου Νικολάου και μία ομάδα τριώροφων αρχοντικών στην δυτική πλευρά του χωριού. Παρά την απόκρημνη τοποθεσία της έχει πλήθος χωραφιών που σήμερα φύονται με ελιές καθώς και αρκετά βοσκοτόπια. Η κεντρική πλατεία είχε αρκετό κόσμο και λειτουργούν σήμερα αρκετές ταβέρνες. Αντίθετα από την Βάχλια εδώ το χωριό αποπνέει ακόμη κάποια ζωή και δεν φαίνεται ολότελα νεκρό.

Η πλατεία ευχάριστη κοσμείται με μεγάλα πλατάνια και περικυκλώνεται από ταβέρνες και το καφενείο. Είδαμε κόσμο με΄σα στα μαγαζιά ενώ ένα μικρό παιδί έπαιζε στην πλατεία, ανάμνηση άλλων εποχών. Περπατώντας για λίγη ώρα στα στενά του χωριού διέκρινα αρκετά σπίτια να κατοικούνται αλλά και αρκετά ερειπωμένα. Χάρηκα για την ζωντάνια αλλα στεναχωρήθηκε γιατί ξέρω πως αυτή η «ζωντάνια» δεν είναι παρά ένα κλάσμα των περασμένων εποχών. Αρχιτεκτονικά πάντως το χωριό έχει πολλά να προσφέρει, παρά τις συνήθεις ακαλαίσθητες παρεμβάσεις και την εγκατάλειψη σε αρκετά σημεία. Δεν μπόρεσα να βρω κάποιο συγκεκριμένο αρχοντικό αλλά βρήκα την αρχοντική συνοικία στην δυτική πλευρά του χωριού με αρκετά τρίπατα καλοκτισμένα σπίτια με ευρύχωρες αυλές, εκ των οποίων το ένα έχει γίνει ξενώνας. Η νύχτα είχε πλέον πλησιάσει πολύ κοντά και κρύος αέρας ήρθε από το ποτάμι, οπότε αποφασίσαμε να πάρουμε τον δρόμο του γυρισμού.

Κοντά στην Δήμητρα είναι και η Κοντοβάζαινα. Αρχοντοχώρι παλιό και ακόμη ζωντανό – το Γυμνάσιο έκλεισε μόλις πριν λίγα χρόνια – δεν το είδαμε γιατί ήταν βράδυ. Στην απογραφή του 1940 η Κοντοβάζαινα είχε τον απίστευτο αριθμό των 1.120 κατοίκων. Τώρα, σύμφωνα με την επίσημη απογραφή του 2011 έχει λιγότερο από 380 κατοίκους. Σταματήσαμε στην είσοδο του οικισμού, που απλώνεται σε τέσσερις μαχαλάδες. Οι δύο κύριοι βρίσκονται κτισμένοι εκατέρωθεν ενός μικρού ποταμιού, ενώ οι άλλοι δύο βρίσκονται λίγο πιο μακριά και δεν είναι σε επαφή με τους κύριους μαχαλάδες. Μπόρεσα και είδα τριώροφα αρχοντικά και όμορφες εκκλησίες. Η Κοντοβάζαινα διαθέτει έναν μικρό παραποτάμιο κάμπο που αποτελείται κυρίως από βοσκοτόπια και λιγοστές ελιές, όμως το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων θα ήταν – και θα είναι – αδιαμφισβήτητα κτηνοτρόφοι. Πολλά άλλα δεν είδαμε από το χωριό και αποφασίσαμε να βρούμε τον δρόμο που συνδέει τον Πύργο με τα Λαγκάδια για να επιστρέψουμε.


Για καλή μας τύχη, ίσως, πήραμε τον δρόμο που οδηγούσε προς τον Πάο, σκαρφαλώνοντας επάνω στο Αφροδίσιο όρος. Πρόκειται για έναν εξαιρετικά στενό και απότομο δρόμο που ωστόσο ήταν βατός και πολύ πιο σύντομος από τον δρόμο που ενώνει την Κοντοβάζαινα με την Πύργου – Λαγκαδίων. Το Αφροδίσιο αποτελείται κυρίως από πουρνάρια με μόνο μικρές συστάδες δρυών στις βόρειες πλευρές του. Σε λίγη ώρα είχαμε κατεβεί το βουνό και φτάσαμε στην Εθνική οδό Πατρών – Τριπόλεως, κοντά στο σημείο απ’ όπου είχαμε ξεκινήσει. Εδώ τελειώνει το ταξίδι μας, ένα όμορφο ταξίδι σε ωραίες τοποθεσίες που περιμένουν να ξανακατοικηθούν…


