Τα Χιόνια του Ταϋγέτου, Χωριό και Βουνό

Την πρώτη ανάμνηση από τον Ταΰγετο την έχω από το μακρινό 2007 όταν, μικρός τότε, είχαμε πάει διακοπές από την Κίνα, όπου ζούσα με τους γονείς μου, στην Καρδαμύλη. Δεν θυμάμαι πολλά. Τότε ήμασταν στην λογική του παραθερισμού και το χωριό ως έννοια δεν εντυπωσίαζε. Όμως, θυμάμαι ότι αυτή η μεγαλοπρεπής οροσειρά, το τεράστιο τείχος που χωρίζει την Μεσσηνία από την Λακωνία, είχε εντυπωσιάσει την παιδική μου ψυχή. Δύο χρόνια αργότερα, επισκεφθήκαμε και τον Όλυμπο. Οι δύο ορεινοί αυτοί γίγαντες φαίνεται ότι στάθηκαν το έναυσμα για να καλλιεργηθεί η αγάπη μου για τα βουνά (όπου συνέτεινε, αρκετά, και η μητέρα μου που πάντα τα προτιμούσε από τη θάλασσα).

Ξεκινήσαμε το μεσημέρι. Ο ήλιος έλαμπε, μέσα στην χειμερινή μελαγχολία, με ελάχιστα σύννεφα στον ουρανό. Ιδανική μέρα για εκδρομή. Επειδή η αρχή του ταξιδιού μας είναι γνώριμη από άλλες αφηγήσεις θα ξεκινήσουμε στον δρόμο μετά την Τρίπολη. Βγήκαμε από τον αυτοκινητόδρομο και μπήκαμε στον περιφερειακή Τριπόλεως. Δεξιά αριστερά στέκονται διάφορες άχρωμες ψηλές πολυκατοικίες, δείγματα της αστικής εξάπλωσης της Τρίπολης τις τελευταίες δεκαετίες. Φτάνουμε σε μία διασταύρωση και στρίψαμε δεξιά για Μεγαλόπολη στον παλιό δρόμο. Κάποτε, ο κεντρικός και (σχεδόν) μοναδικός δρόμος για τον νότο της Πελοποννήσου, τώρα έρημος με τα περισσότερα χωριά στην διαδρομή του να φλερτάρουν με την εγκατάλειψη, γνώριμο και θλιβερό φαινόμενο, στην Ελλάδα. 

Μπήκαμε σε ένα πευκοδάσος, περάσαμε ένα εγκαταλελειμμένο καμίνι και μετά τις γραμμές του τραίνου. Ο παλιός δρόμος ακολουθεί τις γραμμές του τραίνου και σε ελάχιστα, μόνο, σημεία αποκλίνει. Το πρώτο χωριό που συναντά κανείς μετά την Τρίπολη είναι η Μπολέτα (Μάκρη) η οποία βρίσκεται κοντά στον δρόμο. Το τοπίο πλούσιο σε καρυδιές, καστανιές, αμπέλια και βοσκοτόπια. Δεξιά μας το επιβλητικό όρος Μαίναλο ορθώνεται.  Όπως και τα περισσότερα χωριά του κάμπου, έτσι και εδώ έχουν απομείνει ελάχιστοι κάτοικοι αφού η ακτινοβολία της πόλης τους έχει απορροφήσει. Είναι μία δυσάρεστη σύνθεση εικόνων από παλιά πλίνθινα σπίτια που καταρρέουν, καινούργιων, αδιάφορων τσιμεντένιων οικοδομημάτων με Αθηναϊκές επιδράσεις και αρκετών κτιρίων των δεκαετιών 1970 και 1980, που και αυτά στέκουν, πλέον, άδεια.

Περάσαμε γρήγορα το χωριό και άρχισαν οι στροφές. Το ιστορικό Βαλτέτσι, γνωστό από την πρώτη σημαντική νίκη των Ελλήνων εναντίον των Οθωμανών, μετά την κήρυξη της Επανάστασης, στις 12-13 Μαϊου 1821, βρίσκεται λίγο πιο πάνω, στα δυτικά, κτισμένο σε μία κλειστή λεκάνη που περιβάλλεται από γυμνές κορυφές. Προς την ανατολή στέκονται η Σκυρίτιδα και ο Πάρνωνας. Ο δρόμος όμως συνεχίζει νότια. Φτάνοντας στο διάσελο, αντικρύσαμε μία εκπληκτική θέα προς την κοιλάδα του Αλφειού και την συστάδα χωριών γύρω από αυτή με πρωτεύουσα την Ασέα (Καντρέβα) που λέγονταν, σε αλλοτινές εποχές, Βρουστοχώρια.

Βρουστοχώρια

Κατεβήκαμε και σε λίγο συναντήσαμε την Κάτω Ασέα, χωριό που ιδρύθηκε από κατοίκους της Ασέας (Καντρέβας) για να είναι πιο κοντά στον δρόμο και την σιδηροδρομική γραμμή. Έχοντας περάσει και άλλες φορές από εκεί πάντα είχα την περιέργεια να επισκεφθώ την Καντρέβα, γενέτειρα του ποιητή Νίκου Γκάτσου. Η διαδρομή εμπεριείχε μία σταδιακή ανάβαση. Δεξιά και αριστερά είχαν γίνει πολλές φυτεύσεις με στόχο μάλλον την αναδάσωση. Τα δέντρα ωστόσο ανήκαν στην κατηγορία της «Χαλεπίου πεύκης» που δεν συναντιέται στην ενδοχώρα αλλά μόνο σε δάση κοντά στην θάλασσα. Το 2007 το χωριό είχε πληγεί από μεγάλη πυρκαγιά αλλά αποφασίστηκε να αναδασωθεί με το ίδιο πεύκο που κάηκε (!) και όχι με δρυς ή πουρνάρια που υπάρχουν σε αφθονία στην περιοχή και είναι πολύ πιο ανθεκτικά και θεωρούνται πυράντοχα. Παραλογισμός, αστοχία, προχειρότητα ή κάτι άλλο; Σε λίγο, και μετά από μία εντελώς ερημική και – κατά τη γνώμη μου – άσχημη διαδρομή φτάσαμε στο χωριό.

Η Καντρέβα χωρίζεται σε δύο διακριτές συνοικίες: η Κάτω Ασέα, που όπως προανέφερα, βρίσκεται επάνω στην παλιά Εθνική οδό Τρίπολης-Καλαμάτας και η Ασέα που είναι κτισμένη ψηλά σε μία πλαγιά. Η Καντρέβα υπήρξε κάποτε οικισμός με αξιόλογο πληθυσμό – έφτασε τους 805 κατοίκους το 1928- ωστόσο πλέον οι κάτοικοι είναι μάλλον ανύπαρκτοι! Δεν βρήκα ούτε μισό άνθρωπο στο χωριό αλλά και τα σημάδια μόνιμης κατοίκησης φαίνονταν ελάχιστα. Προσωπικά δεν μου άρεσε καθόλου το χωριό και γι’ αυτό και δεν πήρα καμία φωτογραφία και ούτε το εξερεύνησα. Κάποτε θα παρουσίαζε την κλασσική εικόνα ενός οικισμού του Μωριά με τα γραφικά πέτρινα ανωκάτωγα του, την πλατεία με τα μαγαζιά, το σχολείο με τα παιδιά και τα εργαστήρια. Τώρα τα περισσότερα κτίρια είτε είναι ερείπια είτε έχουν αλλοιωθεί με ετερόκλητες παρεμβάσεις. Οι κάτοικοι έχουν αποδημήσει από παλιά στις μακρινές Αγγλοσαξονικές αποικίες, στην δυτική Ευρώπη και στις μεγάλες πόλεις της χώρας μας. Θυμούνται το χωριό τους μόνο το καλοκαίρι, για τις διακοπές τους. Τα σπίτια τα ανακαινισμένα αυτόν τον θλιβερό σκοπό εξυπηρετούν. Είδα και πισίνες εδώ, μάλιστα πισίνες! Και σπίτια σε χρώματα παρδαλά και ιλαρά. Ένα χωριό είναι σαν το σώμα, όταν χαθούν τα πιο παραγωγικά μέλη του σαπίζει και πεθαίνει.

Η κοιλάδα του Αλφειού, γνωστή ως Ασεάτικο πεδίο ή κάμπος Σαπικού, είναι πάντα ήρεμη. Τόσο ήρεμη που όσες φορές την έχω επισκεφθεί δεν έχω συναντήσει ποτέ άνθρωπο κυριολεκτικά !Ακόμη και τα αυτοκίνητα εδώ είναι σπάνια αφού οι περισσότεροι προτιμούν τον σύγχρονο δρόμο που σαν μπαλτάς την κόβει στα δύο. Από τα χιλιάδες στρέμματα χωραφιών και βοσκοτοπιών εδώ, τα περισσότερα έχουν εγκαταλειφθεί προ πολλών χρόνων και έχουν αντικατασταθεί από την άγρια βελανιδιά και ενίοτε από τα φωτοβολταϊκά. Ο Αλφειός πηγάζει λέγεται στην περιοχή. Στον κεντρικό δρόμο υπήρχε ταμπέλα για την πηγή του αλλά δεν μπόρεσα να βρω τον δρόμο. Τα χωριά εδώ έχουν μικρό μέγεθος και μόνο η Καντρέβα θα μπορούσε να θεωρηθεί μεγάλη. Ωστόσο υπάρχουν πάρα πολλά αν αναλογιστεί κανείς τον αριθμό τους γύρω από το πεδίο: τουλάχιστον δέκα. Φαντάζομαι πως η ευφορία του σε συνδυασμό με τα άφθονα ορεινά βοσκοτόπια και την ύπαρξη νερού μπορούσαν να συντηρούν σημαντικό πληθυσμό. Ίσως είμαι υπερβολικά επικριτικός αλλά το κάνω μόνο γιατί θα επιθυμούσα να βλέπω τα χωριά ζωντανά και τα χωράφια να καλλιεργούνται. Την αγαπώ την περιοχή γιατί αποπνέι μια τόσο σπάνια αίσθηση στην εποχή μας: γαλήνη!

Με αυτά και μ’ αυτά, αφήνουμε τον κάμπο και ανεβήκαμε ένα μικρό βουνό, την Τσεμπερού, αμέσως μετά την Παλαιοχούνη, μικρό χωριό όπου λειτουργεί εδώ και μερικές εβδομάδες ως σκουπιδότοπος που εξυπηρετεί όλη την Πελοπόννησο. Σε λίγο φθάσαμε στο διάσελο όπου και είναι κτισμένο μνημείο εκτελεσμένων από Γερμανούς. Εδώ μπορεί κάποιος να κατοπτεύσει όλο τον Μεγαπολίτικο κάμπο. Η κωμόπολη φαίνεται στο κέντρο, τα λιγνιτωρυχεία και τα φουγάρα πίσω της, η Καρύταινα με το χαρακτηριστικό της κάστρο στα δεξιά και ο Ταΰγετος στα αριστερά. Η εικόνα ολοκληρώνεται με το τεράστιο δάσος δρυός που έχει αναπτυχθεί στα εγκαταλελειμμένα χωράφια. Κατεβαίνοντας βλέπουμε τις πρώτες ελιές, απόδειξη ότι η Μεγαλόπολη δεν είναι «οροπέδιο» και ούτε «ορεινή» αλλά ανήκει αδιαμφισβήτητα στην ημιορεινή ζώνη. Περνάμε έξω από την κωμόπολη – που καταστράφηκε στον σεισμό του 1965 και δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον – και στρίβουμε προς το Λεοντάρι.

Μεγαλόπολη

Η Μεγαλόπολη ιδρύθηκε με μεγάλες προσδοκίες από τον Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα το 370 π.Χ. Ο στρατηγός μετακίνησε βιαίως τους κατοίκους αρκετών αρκαδικών πόλεων και κομών στη νέα πόλη με σκοπό την δημιουργία ενός μεγάλου αστικού κέντρου που θα αποτελούσε πρόμαχο της Θήβας έναντι της Σπάρτης. Απόλυτα λογικό στρατιωτικά και πολιτικά θα έλεγα. Η πόλη κτίστηκε, εξαρχής, με μεγάλους ναούς και δημόσια κτίρια και της δόθηκε το όνομα «Μεγαλόπολη» γιατί οι οικιστές της πραγματικά πίστευαν πως θα γινόταν μία μεγάλη πόλη. Παρόλα αυτά, η κατάρρευση της ηγεμονίας της Θήβας επέφερε μία αλλαγή στα φιλόδοξα σχέδια και η Μεγαλόπολη αρκέστηκε σε έναν μάλλον τοπικό ρόλο αντίστοιχο της σύγχρονης κωμόπολης. Οι Αρκαδικές πόλεις που καταργήθηκαν εξαιτίας της επανιδρύθηκαν και οι κάτοικοι τους επέστρεψαν πίσω. Λίγο πριν αρχίσει η Ρωμαϊκή κυριαρχία η πόλη καταστράφηκε και σιγά σιγά ξεχάστηκε…

Το μνημείο των εκτελεσθέντων απο τους Γερμανούς. Μεγαλόπολη.
Η στήλη με τους εκτελεσθέντες. Χιλιάδες παρόμοιες στήλες υπάρχουν σε όλη της Ελλάδα

Η Μεγαλόπολη ξαναεμφανίζεται πολλούς αιώνες αργότερα ως ένα άσημο χωριό στο Βυζάντιο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, γνωστό ως «Σινάνο». Εκείνες τις εποχές τα κύρια κέντρα της κοιλάδας της Μεγαλόπολης ήταν η Καρύταινα και το Λεοντάρι που εξάλλου διέθεταν φυσική και ανθρώπινη οχύρωση και ήταν πάνω στους εμπορικούς δρόμους. Μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους και στα πλαίσια της Βαυαρικής πολιτικής για την ανάκτηση των αρχαίων μεγαλείων, δημιουργήθηκε σχέδιο πόλης ακολουθώντας το Ιπποδάμειο σύστημα (1) , ορίστηκε ως διοικητικό κέντρο και αργότερο υποδέχθηκε τον σιδηρόδρομο επιτρέποντας της να αναπτυχθεί ως ένα τοπικό οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό κέντρο. Η μεγάλη ωστόσο ανάπτυξη της επήλθε την δεκαετία του 1960 με την δημιουργία των ηλεκτρικών εργοστασίων και των ορυχείων που προσέλκυσαν πληθυσμό από τα γύρω χωριά αλλά και από την υπόλοιπη χώρα. Σήμερα αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο αστικό κέντρο του νομού Αρκαδίας και ο μοναδικός «ζωντανός» οικισμός εντός του δήμου της. Ωστόσο το μέλλον της είναι αβέβαιο αφού η οικονομία της στηρίζεται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας που αργά η γρήγορα θα σταματήσει, σύμφωνα με τα σχέδια για τη μετάβαση σε “καθαρότερες” και “πράσινες” μορφές ενέργειας.

(1) Πολεοδομικό σύστημα, που δημιουργήθηκε από τον αρχιτέκτονα Ιππόδαμο τον Μιλήσιο, “πατέρα της πολεοδομίας”, και βασίζεται στη χάραξη παράλληλων δρόμων, που τέμνονται κάθετα ώστε να δημιουργούνται πολεοδομικά τετράγωνα

Οι στροφές προς τον κάμπο. Μεγαλόπολη.

Φύγαμε από τη Μεγαλόπολη και κατευθυνθήκαμε στο Λεοντάρι. Είναι κτισμένο στη βορειοανατολική πλευρά του Ταϋγέτου, σε υψόμετρο 548 μέτρων. Κάποτε κεφαλοχώρι με ισχυρό κάστρο τώρα έχει ελάχιστους κατοίκους. Διαθέτει μία από τις καλύτερα διατηρημένες Βυζαντινές εκκλησίες στην Ελλάδα και είναι ένα γραφικό και ωραίο χωριό ανάμεσα από δάση δρυός.Το 1991, μάλιστα, ανακηρύχθηκε “παραδοσιακός οικισμός” (αν και δεν γνωρίζω ποια ακριβώς η πρακτική χρησιμότητα αυτού του τίτλου). Προσωπικά, δεν καταλαβαίνω γιατί έχει τόσο μικρό πληθυσμό αφού είναι μία ανάσα από τον σύγχρονο αυτοκινητόδρομο, παλαιότερα είχε και σιδηροδρομικό σταθμό, η τοποθεσία είναι υπέροχη και υπάρχει πλήθος καλλιεργήσιμης γης και βοσκοτόπια τριγύρω. Το χωριό θα μπορούσε άνετα να αναζωογονηθεί και να προσελκύσει νέους κατοίκους, που είναι πρόθυμοι να ζήσουν με ένα πιο φυσικό και ήρεμο τρόπο από το να καταπιέζονται στους ξέφρενους και αγχωτικούς ρυθμούς της πόλης (ξέρω, ξέρω, οι γνωστές δικαιολογίες “μα τι δουλειά θα κάνουν εκεί; βοσκοί θα γίνουν ή αγρότες;” Κι’ όμως, η απάντηση μπορεί να είναι πολύ απλή, Ναι, γιατί όχι; αλλά αυτό είναι μια ανάλυση σε άλλη θεματική).

Κεντρικός δρόμος. Λεοντάρι.

Στην πλατεία επισκέφθηκα τους Άγιους Απόστολους που ανάγονται στον 15ο αιώνα και στα χρόνια της ακμής του Δεσποτάτου του Μυστρά στο οποίο και ανήκε το χωριό. Συνδυάζουν τον τύπο της τρικλιτης βασιλικής στο ισόγειο με αυτού του σταυροειδή εγγεγραμμένου στον όροφο. Παρόμοιοι ναοί υπάρχουν και στον Μυστρά που φαίνεται να προτιμήθηκαν ιδιαίτερα από τους Παλαιολόγους. Εξωτερικά η εκκλησία είναι ανεπίχριστη με απλή τούβλινη διακόσμηση και κτισμένη από αργολιθοδομή. Εσωτερικά δεν μπόρεσα να την επισκεφθώ. Είναι ανακαινισμένη αν και υπάρχουν τμήματα της που δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί.  

Άγιοι Απόστολοι. Λεοντάρι.
Άγιοι Απόστολοι, λεπτομέρεια. Λεοντάρι.

Το Λεοντάρι διατηρεί ακόμη την παραδοσιακή του φυσιογνωμία. Ο κεντρικός δρόμος πλαισιώνεται από μεγάλα διώροφα κτίσματα του 19ου αιώνα με εμφανείς νεοκλασικές επιδράσεις ενώ ο υπόλοιπος οικισμός αναπτύσσεται ελεύθερα με πολλά σοκάκια και εσωτερικές αυλές. Φυσικά, επειδή εδώ είναι Ελλάδα, υπάρχουν πάντα και μερικά «μοντέρνα» κτίρια εμφανώς επηρεασμένα από την νεοελληνική «αστική αρχιτεκτονική». Δυστυχώς, η εγκατάλειψη είναι εμφανής σε όλο τον οικισμό. Τα περισσότερα σπίτια είναι ανακαινισμένα, όμως δεν κατοικούνται. Το σχολείο είναι μεγάλο και πρέπει να κτίστηκε την δεκαετία του 1930 με τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις του Βενιζέλου. Σήμερα είναι πια κλειστό. Εκτός από τους Αγίους Αποστόλους υπάρχουν και άλλες, λιγότερο σημαντικές εκκλησίες της Βυζαντινής περιόδου. Σημαντικό αξιοθέατο αποτελεί, βεβαίως, το κάστρο το οποίο ωστόσο δεν το επισκεφθήκαμε αυτή την φορά και επιφυλάσσομαι σε μια μετέπειτα εξόρμηση.

Το Κάστρο. Λεοντάρι.

Ο δρόμος που οδηγεί από το Λεοντάρι στον Λογκανίκο είναι αρκετά ενδιαφέρων αν και μονότονος. Οι δρύες και τα πουρνάρια εδώ κυριαρχούν και διακόπτονται μόνο από μερικά διάσπαρτα χωράφια κατάφυτα με ελιές ή που χρησιμεύουν για βοσκή. Το μοναδικό χωριό – μάλλον οικισμός – που υπάρχει εδώ είναι η Πετρίνα που αποτελεί και το τελευταίο της Αρκαδίας. Διακλαδώσεις οδηγούν στην σημαντική και ιστορική Μονή Μπούρα και στην Μονή Αμπελακίων. Δεν συναντήσαμε κίνηση παρότι μεσημέρι. Στα δεξιά μας και μετά στα αριστερά μας ο καινούργιος δρόμος που συνδέει την Μεγαλόπολη με την Σπάρτη.

Παρεκκλήσι. Λεοντάρι.
Το Παλιό Σχολείο. Λεοντάρι.

Χωριά της Πάνω Ρίζας

Σε λίγο ξεκίνησε η ανηφόρα επάνω στον Ταϋγετο. Τα χωράφια με ελιές πολλαπλασιάζονται. Συναντήσαμε το Κυπαρίσσι που είναι συνοικισμός του Λογκανίκου και το πρώτο χωριό της Λακωνίας. Εδώ ξεκινούν τα χωριά της «Πάνω Ρίζας» (ή βόρεια Δήμοι) που απλώνονται από βορά προς νότο κατά μήκος του Ταϋγέτου και της κοιλάδας του Ευρώτα από τις πηγές του ποταμού μέχρι και την Σπάρτη. Χιλιάδες οι ελιές εδώ. Απλώνονται από ψηλά στο βουνό μέχρι κάτω στην κοιλάδα, σαν ένα ασημοπράσινο κεντίδι να στολίζει την ποδιά του Ταϋγέτου. Σύντομα μπήκαμε στον Λογκανίκο. Πρόκειται για ένα χωριό κτισμένο κατά μήκος του κεντρικού δρόμου Έχει σπουδαία θέα στην κοιλάδα και είναι πλούσιο σε νερά. Υπήρξε κάποτε μεγάλο χωριό με τους κατοίκους να υπερβαίνουν τους χιλίους στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα ενώ, έκτοτε, ακολούθησε την μοίρα όλων των ορεινών χωριών. Αποτελεί πλέον το μοναδικό χωριό στην περιοχή – πλην του Καστορίου – με λειτουργικό δημοτικό σχολείο. Από τα τρία ορεινά χωριά της Πάνω Ρίζας που επισκέφθηκα μου φάνηκε το πιο ζωντανό αλλά και εδώ τα εγκαταλελειμμένα ή ακατοίκητα σπίτια υπερείχαν. Δεν το εξερευνήσαμε περαιτέρω και συνεχίσαμε. Βγαίνοντας από το χωριό συναντήσαμε το γήπεδο όπου πλήθος θεατών παρακολουθούσε την τοπική ομάδα να παίζει (σημαντικό κι’ αυτό, ως σημάδι δραστηριότητας).

Άποψη του χωριού. Λογκανίκος.

Το έδαφος άρχισε να γίνεται πιο τραχύ, ο δρόμος ανηφορικός και οι ελιές ν’ αντικαθίστανται αρχικά από πουρνάρια. Το επόμενο χωριό είναι η Αγόριανη. Η πολεοδομία της είναι πιο κλασσική με ένα διακριτό κέντρο και μαχαλάδες που αναπτύσσονται γύρω της. Η αρχιτεκτονική της, τολμώ να πώ, είναι ανώτερη από του Λογκανίκου με έναν καλοδιατηρημένο κεντρικό δρόμο και ένα εντυπωσιακό αρχοντικό και βρύση. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να βρω εύκολα χώρο στάθμευσης και έτσι δεν εξερεύνησα ούτε αυτόν τον οικισμό. Στην απογραφή του 1940 το χωριό είχε πληθυσμό 880 κατοίκων ενώ τώρα δεν πρέπει να υπερβαίνουν τους 100.

Θέα προς την κοιλάδα του Ευρώτα. Λογκανίκος.

Μετά την Αγόριανη το έδαφος γίνεται ακόμη πιο απότομο και τα πουρνάρια αντικαθίστανται με ένα μεγάλο δάσος από καστανιές και καρυδιές. Πιο ψηλά ακόμη, κυριαρχούν τα έλατα που φτάνουν ως την κορυφή του βουνού. Σε μία ρεματιά έτρεχε πολύ νερό και είχε σχηματιστεί ένας μικρός καταρράκτης. Εδώ έκανε και την εμφάνιση του και το χιόνι. Σε λίγη ώρα φτάσαμε στο χιονοσκέπαστο Γεωργίτσι. Κτισμένο σε υψόμετρο 1.200 μέτρων,ονο άστηκε έτσι από το άρχοντα της περιοχής Γεωργίτση, όταν εκτάσεις γης δόθηκαν σε απογόντους ελληνικών οικογενειών. Παλαιότερα, μαζί με το Καστόρειο αποτελούσε το πιο σημαντικό χωριό της Πάνω Ρίζας. Στην απογραφή του 1907 είχε 1.670 κατοίκους ενώ στην απογραφή του 1940 1.497. Σήμερα σύμφωνα με την απογραφή του 2011 έχει θεωρητικά 367 κατοίκους όμως στην πραγματικότητα ο πληθυσμός δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 20-30 άτομα. Άφησα το αμάξι στην κεντρική πλατεία της μεσαίας γειτονιάς και ξεκίνησα την εξερεύνηση.

Ο χείμαρος απο το βουνό.
Τμήμα του δάσους.

Στην πλατεία ελάχιστα ήταν τα σταθμευμένα αυτοκίνητα και ανύπαρκτοι οι κάτοικοι. Μόνο ένα σπίτι είδα να κατοικείται από μία ηλικιωμένη γυναίκα που μας παρατηρούσε παραμερίζοντας λίγο τις κουρτίνες ενώ σε ένα καφενείο διέκρινα δύο άτομα. Το χιόνι είχε πέσει την προηγούμενη μέρα και ήταν ακόμη φρέσκο, είχε ωστόσο αρχίσει να λιώνει. Τα σοκάκια δεν είχαν καθαριστεί από κανέναν και ανέβηκα τον παλιό εμπορικό δρόμο προς το μεγαλοπρεπές σχολείο. Το χωριό έχει διατηρήσει το παραδοσιακό του χρώμα έστω και αν έχει δεχτεί βάρβαρες επεμβάσεις, όμως είναι ολότελα νεκρό. Όσο πιο ψηλά πήγαινα τόσο πιο βαθύ γινόταν το στρώμα χιονιού.

Η κεντρική εκκλησία. Γεωργίτσι.

Δεν υπήρξε δυσκολία στο να βρω το σχολείο. Είναι κτίσμα του μεσοπολέμου, δωρεά των εν Αμερική Γεωργιτσιανών, σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Αναστάσιο Μεταξά. Έχει πέτρινη ανεπίχριστη πολυγωνική τοιχοποιία, κάτοψη σε σχήμα «Γ» και δύο ορόφους με υπόγειο. Σημαντικά στοιχεία αποτελούν η ευρεία χρήση σκυροδέματος και ιδίως μπετόν που εκείνη την εποχή, η χρήση τους στην ύπαιθρο ήταν ελάχιστη. Η κατασκευή χαρακτηρίζεται από τεχνική αρτιότητα και αισθητική μεγαλοπρέπεια. Το σχολείο περιβάλλεται από δύο αυλές με σπουδαία θέα προς την κοιλάδα του Ευρώτα και τον Λακωνικό κάμπο. Επίσης διαθέτει και ρολόι το οποίο έχει χαλάσει. Το σχολείο, φυσικά, δεν λειτουργεί εδώ και πολλά χρόνια και έχει αφεθεί στην τύχη του. Αν και χαρακτηρισμένο «μνημείο» πολλά παράθυρα του είναι σπασμένα, τα κουφώματα σαπίζουν και στην κεντρική είσοδο είδα μία παλιά ξύλινη σκάλα πεταμένη.

Ανηφορίζοντας προς το σχολείο. Γεωργίτσι.

Στάθηκα εκεί μέσα στην απόλυτη ησυχία με το χιόνι να λιώνει, τον κάμπο να απλώνεται μπροστά μου και προσπάθησαν να φανταστώ πως θα ήταν πριν μερικές δεκαετίες. Εδώ θα έπαιζαν στο προαύλιο δεκάδες (αν όχι εκατοντάδες κάποτε) παιδιά. Το σχολείο τους ήταν πέτρινο όπως και τα σπίτια τους αλλά και τα χωράφια των γονέων τους. Τον χειμώνα μέσα στο κρύο και το χιόνι θα παρακολουθούσαν κάτω τον κάμπο με το εύκρατο κλίμα και τα εύφορα χωράφια του. Ίσως να ζήλευαν τη ζεστασιά του κάμπου και να αναθεμάτιζαν το κρύο και το χιόνι του βουνού που ταλαιπωρούσε τα μικρά ποδαράκια τους, συχνά και χωρίς κανονικά παπούτσια, που για να ζεσταθούν φορούσαν “τερλίκια”, ένα είδος πλεκτής μάλλινης κάλτσας, φτιαγμένα από τη γιασιά τους. Όμως ζούσαν εδώ, πάνω στις πλαγιές του Ταϋγέτου και πιστεύω, εγώ ένας πρώην κάτοικος μεγαλουπόλεων, ότι ζούσαν την ζωή την αληθινή, την ειλικρινή, μακριά από τη διαστροφή και την ανωμαλία που πλέον βασιλεύει στις πόλεις, αλλά και τις άσχημες εικόνες βίας και παρακμής που προβάλει η τηλεόραση. Οι άνθρωποι αυτοί, πιστεύω, άργησαν πολύ να παρακμάσουν. Ήταν ελεύθεροι πάνω στο βουνό μακριά από Βαυαρούς και βαρβαρούς. Είχαν,δε, μια μεγάλη οικογένεια και πολλά αδέλφια να παίζουν – και να μαλλώνουν-. Το σαράκι που μας κατατρώει, πλέον, όλους τους βρήκε μετά τον πόλεμο.

Τα χιονισμένα σκαλιά. Γεωργίτσι.

Παιδικές φωνές στο Γεωργίτσι δεν υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια τώρα. Δεν μπόρεσα να βρω καν κάποιον κάτοικο να μάθω πότε έκλεισε το σχολείο. Υποθέτω ότι θα έκλεισε την δεκαετία του 1990, όταν η Ελλάδα είχε αρχίσει να μεταμορφώνεται σε Λας Βέγκας της Μεσογείου με το χρήμα να ρέει άφθονο, από τις επιδοτήσεις των ευρωπαϊκών ταμείων. Τα χωράφια και βοσκοτόπια θα ήταν πολύ «μικρά» για τους κατοίκους που είχαν πια αρχίσει να γίνονται φιλόδοξοι. Θα προτίμησαν να σπουδάσουν τα παιδιά τους, να γίνουν γιατροί, δικηγόροι, δημόσιοι υπάλληλοι και λοιπά πολύ χρήσιμα από οικονομική άποψη επαγγέλματα. Ίσως να είχαν δίκιο αν δεν είχαν άδικο! Η Ελλάδα είναι οι “τσοπαναραίοι” (γιατί να μην εξυμνήσουμε κιόλας αυτή την λέξη; ) και οι γεωργοί. Όταν είχαμε και τσοπάνηδες και γεωργούς ήμασταν πραγματικά πλούσιοι. Ίσως όχι σε χρήματα αλλά σε αξίες, παραδόσεις, πολιτισμό, νόημα. Βέβαια, η αιμορραγία του πληθυσμού είχε αρχίσει από το τέλος κιόλας του β’ παγκοσμίου πολέμου. Πολλοί Γεωργιτσιανοί σκόρπισαν στην Σπάρτη, την Αθήνα, την Αμερική, την Αυστραλία και αλλού. Ίσως να προτίμησαν τα διαμερίσματα με μπάνιο και ηλεκτρισμό. Εγώ πάλι προτιμώ την φύση και την παράδοση. Και το άλλοτε πλούσιο και ισχυρό Γεωργίτσι τώρα στέκει μπροστά σε μένα, ταπεινωμένο, ξεγυμνωμένο από ανθρώπους, παιδιά, ζωή! Το δάσος έχει πλέον καλύψει τα περισσότερα ακαλλιέργητα χωράφια. Τα περισσότερα σπίτια επιζούν, άλλα χρησιμοποιούνται σαν εξοχικά για το καλοκαίρι, ίσως και για τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Πολλά άλλα τα είδα ερείπια, λησμονημένα από τους πολυάριθμους κληρονόμους τους και αφημένα στην μοίρα τους. Είναι ωραίο χωριό το Γεωργίτσι, αλλά τι να το κάνεις όταν δεν υπάρχει εκεί κανένας και έχει καταντήσει “φάντασμα”…

Το σχολείο. Γεωργίτσι.

Και να μην μου πείτε “αφού πάμε το καλοκαίρι”! Η παρακμιακή εικόνα των μικροαστών που εκμεταλλεύονται τους κόπους των προγόνων τους (το πέτρινο σπίτι που έχτισε με τα χέρια του ο παππούς, το χωράφι όπου φύτεψε την κάθε ελιά ο προπάππους και την είδε να μεγαλώνει) για να «ξεφύγουν από την καθημερινότητα τους» και να περάσουν λίγες μέρες ” με ηρεμία και στη φύση”, εμένα δεν με ευχαριστεί. Επι αιώνες οι πρόγονοι μας πάλεψαν με όλες τις δυνάμεις τους, και σε αντίξοες συνθήκες, για να δημιουργήσουν δυνατές και εύρωστες κοινότητες και εμείς όχι μόνο τις καταστρέψαμε, αλλά τις διαστρέψαμε, τις περιγελάσαμε και κυρίως τις μετατρέψαμε σε παρωδία. (2). Ο πολιτισμός δεν είναι παρά μόχθος και κόπος που με τον χρόνο γίνεται τέχνη, δημιουργία, πολιτισμός! Κάθε κτίσμα και δημιούργημα των προγόνων μου είναι ιερό γιατί ξέρω πόσο παιδεύτηκαν για να το κάνουν, και γι’ αυτό μου αρέσει και το σέβομαι. Πολιτισμό δημιουργώ όταν μένω σε έναν τόπο, αναπνέω, δουλεύω, κάνω παιδιά, και πεθαίνω, στο τέλος, εκεί. Τους τόπους τους διαμορφώνουμε εμείς πραγματικά, τους πλάθουμε όπως πλάθουμε και την ύπαρξη μας.

(2) Η ταφόπλακα της ελληνικής κοινότητας, το αρχέγονο κύτταρο του τόπου, μπήκε επίσημα το 2010 με το νόμο 3852, γνωστός και ως σχέδιο “Καλλικράτης”, με τον οποίο επαναπροσδιορίσθηκαν τα όρια των αυτοδιοικητικών μονάδων (ΟΤΑ), συνενώθηκαν πολλοί δήμοι και αποδυναμώθηκαν οι κοινότητες, χάνοντας τη διοικητική και οικονομική τους αυτοτέλεια. Άμεση απόρροια αυτών των ανακατατάξεων ήταν οι συγχωνεύσεις και καταργήσεις δημοσίων υπηρεσιών, σχολείων και νοσοκομείων.

Το ρολόι. Γεωργίτσι.

Κάποιος που παραθερίζει στο εξοχικό του δεν δημιουργεί πολιτισμό, γιατί η ίδια η έννοια του παραθερισμού είναι το αντίθετο: κατανάλωση ώστε να επέλθει και η πολυπόθητη “χαλάρωση” από τα άγχη της καθημερινότητας, βάσει των κλασικών και δοκιμασμένων αρχών της βρώσης, πόσης και διασκέδασης! Και επειδή καμία δύναμη δεν είναι αστείρευτη, κάποια στιγμή η κατανάλωση τελειώνει γιατί δεν μένει τίποτα να καταναλωθεί πλέον, και η ίδια η ιστορία, οι ιδιαιτερότητες, η προσωπικότητα ενός τόπου χάνεται μέσα στην μετριότητα αυτών που καταναλώνουν. Ο τόπος γίνεται «διακοποχώρι» όπου τίποτε άλλο δεν αξίζει από το να περάσουμε καλά, εκμεταλλευόμενοι αυτά που δημιούργησαν, κάποτε, οι πρόγονοί μας. Όταν εγώ καταμετρώ τον πληθυσμό ενός τόπου, μετράω αυτούς που μένουν μόνιμα. Όχι αυτούς που θυμούνται το χωριό δύο-τρείς φορές το χρόνο, όταν μπορέσουν να αποδράσουν από τα τσιμεντένια κλουβιά τους, στις πόλεις-φυλακές, αλλά τον υπόλοιπο χρόνο το αφήνουν να σαπίζει. Ίσως με πείτε υπέρμετρα επικριτικό, κακό και όσα άλλα λέγονται στις μέρες από τους ανθρώπους που κουράζονται από τις αντιπαραθέσεις και έχουν εκπαιδευτεί να αναμασούν στερεοτυπικές φράσεις όπως ” τι να κάνει και ο κόσμος, πού να βρει δουλειά στο χωριό, πώς να ζήσει, δεν έχει θέατρα, κινηματογράφους, εστιατόρια, μπαράκια” και ο,τι άλλο λογικοφανές έχει εντυπωθεί στη ρηχή συνείδηση που δημιουργούν οι εικόνες και τα citation της τηλεόρασης…

Το σχολείο απο την πίσω αυλή. Γεωργίτσι.

Τόπος καταγωγής μου από την πλευρά της γιαγιάς της μητέρας μου είναι η Ικαρία. Τόπος φτωχικός, ορεινός, δυσπρόσιτος. Όμως, εξαιτίας αυτών των χαρακτηριστικών οι άνθρωποι έμειναν ανεξάρτητοι από τους Τούρκους και ακόμη και σήμερα, θαρρώ, μένουν ανεξάρτητοι στα έθιμα και τις παραδόσεις τους. Η γιαγιά μου γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί, όμως, σε μικρή ηλικία άφησε το νησί για να πάει στην Αθήνα να σπουδάσει. Εκεί γνώρισε τον παππού μου και εγκαταστάθηκε μόνιμα. Αργότερα πήγαν και οι γονείς της. Η οικογένεια μας έχει ένα αξιοπρεπέστατο σπίτι με θέα την θάλασσα, και μεγάλη αυλή. Στο δε μποστάνι η προγιαγιά μου κάθε χρόνο φύτευε τα λαχανικά της ενώ υπήρχε και κληματαριά με άφθονα γλυκά σταφύλια το καλοκαίρι. Δεν θέλω να έχω -και δεν έχω- καμία σχέση με αυτό το σπίτι. Δεν είμαι Ικαριώτης και ούτε θα γίνω ποτέ, εξάλλου από τότε που έφυγα από τις μεγάλες πόλεις έχω δικό μου σπίτι και χωράφι οπότε δεν μου λείπει το πράσινο. Προτιμώ δε, το βουνό από την θάλασσα. Το σπίτι δεν ανήκει σε μένα, όμως αν άνηκε θα το πούλαγα γιατί το θεωρώ υποκριτικό να μας ανήκει. Κανένα μέλος της οικογένειας μας δεν πάει πλέον εκεί και ούτε φυσικά νιώθουμε πως είμαστε Ικαριώτες. Από το να καταρρεύσει θα ήθελα να πάνε να μείνουν νέοι, καλοί, φιλήσυχοι και εργατικοί άνθρωποι στο νησί μου, μόνιμα, και να κάνουν οικογένεια. Να δημιουργήσουν μία παραγωγική επιχείρηση και να γίνουν ένα με το νησί. Θέλω το νησί μου να προοδεύει και δεν θέλω ακόμη και εγώ να το κρατώ πίσω όταν η ζωή μου με οδήγησε σε άλλα μονοπάτια (συγκεκριμένα επέλεξα την Πελοπόννησο).

Παραδοσιακά σπίτια. Γεωργίτσι.

Πιστεύω πως για κάποιον που δεν ζει στο χωριό του αλλά το αγαπάει δύο έντιμα πράγματα υπάρχουν που μπορεί να κάνει: είτε να αποδεχθεί πως δεν έχει καμία σχέση με το χωριό του και να πουλήσει την περιουσία του σε ανθρώπους που θα μπορέσουν να την εκτιμήσουν κατοικώντας μόνιμα, είτε να επιστρέψει με την οικογένεια του να ζήσει μόνιμα στο χωριό του. Ένα χωριό δεν είναι απλώς μία συστάδα από κτίρια. Ένα χωριό είναι οι άνθρωποι του, οι παραδόσεις, οι εκκλησίες, οι βρύσες, τα σπίτια, τα μαγαζιά, τα χωράφια, τα βοσκοτόπια, οι στάνες, τα πλατάνια και, κυρίως, οι άνθρωποι. Έχω πάει σε πολύ ωραία χωριά, όπως το Νυμφαίο Φλώρινας, τα οποία ωστόσο δεν μου άρεσαν καθόλου γιατί δεν είχαν κατοίκους. Τι να το κάνω ένα χωριό να έχει ανακηρυχθεί «παραδοσιακός οικισμός», να διαθέτει πενήντα ξενώνες και φαγάδικα και να έχουν αναστηλωθεί όλα τα κτίρια αν δεν μένει κανείς εκεί; Εγώ θέλω να βλέπω ζωή, μαγαζιά όλων των ειδών ανοιχτά, ταβέρνες που απευθύνονται πρωτίστως στους κατοίκους, χωράφια να καλλιεργούνται, σχολεία με πολλά παιδιά και ανοικτά παντζούρια και καπνό στις καμινάδες σε όλα τα σπίτια. δηλαδή Ζωή με Ζήτα κεφαλάιο!

Άποψη του οικισμού. Γεωργίτσι.

Πολλά δεν είδα στο Γεωργίτσι. Δεν είδα τα τριώροφα αρχοντικά του πάνω μαχαλά και ούτε τα μονοπάτια. Κάποια στιγμή θα επιστρέψω και ελπίζω τότε η απογοήτευση μου να γίνει ελπίδα, οι προσδοκίες μου πραγματικότητα.

Ο πλάτανος της πλατείας. Γεωργίτσι.

Μετά το σχολείο φύγαμε. Προσπαθήσαμε να πάμε προς τα πάνω αλλά ο δρόμος είχε χιόνι και νύχτωνε οπότε αρχίσαμε την κατάβαση προς το Καστόρι.

Ο κεντρικός δρόμος. Καστόρι.
Παλιό καλαίσθητο περίπτερο. Καστόρι.

Το Καστόρειο -γνωστό παλιότερα ως Καστανιά- είναι το μοναδικό χωριό της περιοχής που δεν απειλείται με καταστροφική ερήμωση αφού διαθέτει αρκετά μαγαζιά, δημόσιες υπηρεσίες και ενεργά σχολεία όλων των βαθμίδων. Υπήρξε κάποτε μεγάλο και πλούσιο χωριό και είναι ημιορεινό με μεγάλες εύφορες εκτάσεις και ομώνυμο ποταμό με ροή όλον τον χρόνο. Η απογραφή του 1940 έδειξε 1.630 κατοίκους όμως το 2011 είχαν μείνει μόνο 443. Τεκμήρια της ευημερίας του παρελθόντος αποτελούν τα μεγάλα νεοκλασικά κτίρια του κεντρικού δρόμου. Πρόκειται για το καλύτερα διατηρημένο χωριό της περιοχής με ελάχιστες παρεμβάσεις και με την παραδοσιακή του αρχιτεκτονική καλά σωζώμενη. Αποτελεί απόδειξη πως όταν ένα χωριό έχει κατοίκους (οι οποίο όμως την εκτιμούν) η αρχιτεκτονική του μπορεί να διατηρηθεί καλύτερα απ’ όταν ερημώνεται και αφήνεται έρμαιο στις ορέξεις «μόνιμων κατοίκων Αθηνών/εξωτερικού με καταγωγή από εδώ».

Το «αρχοντικό» απο τον δρόμο. Καστόρι.
Το «αρχοντικό» απο πίσω. Καστόρι.

Λίγο πριν μπούμε στο Καστόρειο συναντήσαμε τον ομώνυμο ποταμό με το παλιό γεφύρι του και μία ωραία διαμορφωμένη διαδρομή. Είχαμε την τύχη την ίδια ώρα να περνάει ένας πολύ ευγενικός κάτοικος με αγάπη για το χωριό που μας μίλησε για τα μονοπάτια του ποταμού και για το χωριό γενικότερα. Του υποσχεθήκαμε ότι θα επιστρέφαμε όταν θα ζέσταινε ο καιρός για να τον περπατήσουμε. Συνεχίσαμε στο Καστόρειο όπου και περιπλανηθήκαμε στο χωριό, παρά την περασμένη ώρα. Εντύπωση περισσότερο απ’ όλα μου έκανε ένα κτίριο δίπλα στην κεντρική πλατεία. Η όψη του προς τον δρόμο είναι καθαρά νεοκλασική με γύψινες διακοσμήσεις, μεγάλα παράθυρα, και τα σχετικά κουφώματα. Στην πίσω του όψη ωστόσο κατάφερα να διακρίνω παραδοσιακά στοιχεία: ανεπίχριστη τοιχοποιία, τρείς όροφοι με κατώι, μετζοπάτομα και ανώι, παραδοσιακά κουφώματα και ταβάνια. Ίσως πιθανότατα να πρόκειται για ένα παλιό κτίσμα που μπροστά διαμορφώθηκε ως νεοκλασικό για να ικανοποιεί την μόδα της εποχής εκείνης και εσωτερικά να παρέμεινε το ίδιο. Ίσως, ακόμη, και να πρόκειται για αρχοντικό της Τουρκοκρατίας όμως χρειάζεται περισσότερη έρευνα. Πρέπει να πω, εδώ,ότι και η πρώτη μας γάτα είναι από το Καστόρι, δηλαδή λίγο έξω από αυτό, όταν την βρήκαμε γατάκι ακόμη, χαμένη και πεινασμένη να φωνάζει “βοήθεια” στη γλώσσα της πάνω στο δρόμο που οδηγεί προς αυτό, ερχόμενοι από τη νέα Εθνική Οδό. Η μητέρα μου είπε “δεν μπορούμε να την αφήσουμε εδώ” και βάζοντας την στο πορτ μπαγκάζ την πήραμε μαζί μας.

Αυλόθυρα με μαρμάρινη ανάγλυφη πλάκα. Καστόρι.
Το ποτάμι. Καστόρι.

Το Καστόρι μου έκανε πολύ καλή εντύπωση όμως ήρθε η νύκτα και η επιστροφή κρίθηκε αναγκαία. Το χωριό θα μπορούσε πάντως να γίνει ένα Λεωνίδιο του Ταυγέτου με αιχμή το ελαιόλαδο, την αρχιτεκτονική του, τα μονοπάτια στο Ταύγετο και τα πολλά νερά. Επιστρέψαμε από τον καινούργιο δρόμο και σε λίγη ώρα είχαμε φτάσει σπίτι. Τι εικόνες και συναισθήματα όμως!

1 σχόλιο

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *