Το Επταχώρι είναι ορεινό χωριό του νομού Καστοριάς που βρίσκεται στο όρος Βόιο στα 880 μέτρα. Στις δυτικές πλαγιές του βουνού είναι κτισμένο μέσα σε μία μικρή και στενή κοιλάδα απ’όπου πηγάζει ένα μικρό ποτάμι που είναι παραπόταμος του Σαραντάπορου ποταμού. Ανήκει στην παραδοσιακή περιοχή των Μαστοροχωρίων (μεταξύ Δυτικής Μακεδονίας και Ηπείρου) και αποτελούσε ένα απο τα πιο σημαντικά της χωριά αφού βρίσκεται και σε στρατηγική τοποθεσία αποτελώντας διάβαση απο την Μακεδονία προς την Ήπειρο δια του ορεινού περάσματος του Βοίου και του Σαραντάπορου.




Το Επταχώρι, όπως εξάλλου και σχεδόν όλα τα χωριά της περιοχής, ανάγεται στην Τουρκοκρατία όταν το δύσβατο του τόπου και τα πυκνά δάση ήταν ιδανικά καταφύγια για τους ανυπότακτους Ρωμιούς. Φαίνεται πως προήλθε απο συνένωση διάφορων μικρότερων οικισμών τον 16ο αιώνα, πάντως της ημέρες ακμής του τις γνώρισε απο τον 18ο αιώνα και μετά όταν αναπτύχθηκε η τέχνη της πέτρας αφού η τοποθεσία του οικισμού είναι απαγορευτική για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και της γεωργίας. Όπως έχω αναφέρει και σε άλλα άρθρα σχετικά με τα μαστοροχώρια οι άνδρες του χωριού οργανώνονταν απο την άνοιξη μέχρι τα τέλη φθινοπώρου σε οικοδομικές συντεχνίες (τα λεγόμενα “μπουλούκια”) και ταξίδευαν, κυρίως, στη νότια Βαλκανική όπου και έκτιζαν ιδιωτικά και δημόσια κτίρια. Αυτός ο δύσκολοος αλλά τίμιος και κερδοφόρος τρόπος ζωής επέτρεπε στις γυναίκες και τα παιδιά να ζούν μία σχετικά άνετη ζωή για τα δεδομένα της εποχής και έφερε μεγάλο πλούτο -εξού και οικιστική και πολιτισμική ανάπτυξη- στην περιοχή.



Το Επταχώρι διαχωρίζεται απο τα υπόλοιπα Μαστοροχώρια, καταρχήν, απο την πολύ σφιχτή οικιστική του διάταξη γύρω απο το ποτάμι που το διασχίζει αφού περιβάλλεται απο απότομους χωμάτινους λόφους που δεν επιτρέπουν μεγάλη άπλα. Η μεγαλύτερη και κύρια συνοικία είναι στον βορά ενώ η νότια συνοικία είναι μικρή και συνδέεται με μία παλιά πέτρινη γέφυρα. Η κεντρική εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, κτίσμα του 1914, δεσπόζει στο κέντρο του οικισμού δίπλα στον δρόμο. Πρόκειται για ένα μεγαλοπρεπές πέτρινο κτίσμα που όμως είναι μάλλον άχαρο αφού πρόκειται για κλασσικό νεοκλασσικό-νεοβυζαντινό κτίσμα του τύπου που βρίσκουμε πλέον παντού στην Ελλάδα και είναι εξαιρετικά λιτό στην διακόσμηση του σε σχέση με τα δεδομένα της περιοχής. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η μεγάλη πέτρινη βρύση στο πλάι του δρόμου όπως επίσης και το μεγαλοπρεπές και ανακαινισμένο πλην άδειο δημοτικό σχολείο επίσης δίπλα στον δρόμο.



Παρότι το χωριό πυρπολήθηκε απο τους Γερμανούς στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (δυστυχώς η χώρα μας πέρασε τα πάνδεινα την περίοδο εκείνη και έγιναν μεγάλες καταστροφές που ακόμα και σήμερα δεν έχουν επουλωθεί) κατάφερε να διατηρήσει την αρχιτεκτονική του αναλλοίωτη. Τα περισσότερα σπίτια είναι πέτρινα σε σχήμα Ι του τύπου που βρίσκουμε και στα περισσότερα χωριά της περιοχής και της χώρας, όμως ξεχωρίζουν γιατί αρκετά είναι σοβατισμένα και χρωματισμένα στο χρώμα του λευκού ή της ώχρας, ίσως μια μεταπολεμική επιρροή. Επίσης άλλη διαφοροποίηση είναι ότι είναι κτισμένα παράλληλα με τις ισοϋψείς κλίσεις με αποτέλεσμα να φαίνεται η κύρια πρόσοψη τους απο τον δρόμο που αλλάζει και τελείως την αισθητική του οικισμού. Ξεχωρίζει το μεγάλο αρχοντικό στο κέντρο του χωριού όπως και μία ομάδα σπιτίων στον “απάνω μαχαλά” στην βορειοδυτική πλευρά.



Το Επταχώρι, δυστυχώς, δεν διαθέτει αξιόλογη τουριστική υποδομή και είναι αρκετά απομακρυσμένο απο τους μεγάλους οδικούς άξονες (αν και ιστορικά η Εθνική Οδός Κοζάνης-Ιωαννίνων ήταν πριν την Εγνατία ένας πολυταξιδεμένος δρόμος όπως εξάλλου και στην προβιομηχανική εποχή). Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα Μαστοροχώρια Ηπείρου και Μακεδονίας. Το Επταχώρι έχει απ’ό,τι πληροφορήθηκα 60 μόνιμους κατοίκους εκ των οποίων ένα (!) παιδί. Το 1940 είχε 947 κατοίκους. Κυρία αποσχόληση των κατοίκων (όσων είναι δηλαδή σε παραγωγική ηλικία) είναι η υλοτομία (απο εδώ προέρχονται οι κολώνες της ΔΕΗ) όπως και η κτηνοτροφία. Το χωριό επίσης διαθέτει πυροσβεστικό σταθμό αλλά όχι και αστυνομικό σταθμό παρότι είναι παραμεθώριο. Φυσικά ούτε ιατρείο υπάρχει. Παρότι το Επταχώρι θα μπορούσε να είναι ένα τουριστικό διαμάντι που δεν θα είχε τίποτα να ζηλέψει απο τα πιο γραφικά και πλούσια χωριά των Άλπεων αφού έχει άφθονα δάση, ψηλα βουνά, πλούσια ιστορία και λαογραφία και είναι εξαιρετικά διατηρημένο, εν τέλει έχει καταντήσει (διότι για κατάντια πρόκειται) ένα ήσυχο χωριουδάκι διακοπών και οι μόνες επιχειρήσεις είναι δύο υπερ-εποχιακά καφενεία.



Ποιος φταίει; Φυσικά το κράτος που έδωσε το Επταχώρι στην Καστοριά παρότι δεν συνδέεται καν οδικώς, που ενθάρρυνε την μετανάστευση των κατοίκων και με επιτυχία απέφυγε δεκαετίες τώρα την κατασκευή βασικών και αναγκαίων υποδομών και που κάνει την ζωή κόλαση σε όποιον θέλει να φτιάξει μία παραγωγική επιχείρηση και να ζήσει εκτός Αθηνών. Όμως φταίνε και οι κάτοικοι που επέλεξαν τον “εύκολο τρόπο” (και λέω επέλεξαν διότι οι Πομάκοι της Θράκης που δεν είχαν την ελευθερία ή καλύτερα την άδεια να μεταναστεύσουν έμειναν, μοιραία, στον τόπο τους και με κάτι καταπιάστηκαν σε αυτόν) και μέσα σε δύο δεκαετίες μετανάστευσαν μαζικώς στην Καστορία και κυρίως στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη με αποτέλεσμα να ερημώσει ο οικισμός. Και φταίει ακόμα και ο τοπικός πολιτιστικός σύλλογος που αντί να βρεί χρήματα να φτιάξει έστω και έναν ξενώνα και να δώσει δουλειά στην περιοχή, προσελκύοντας επισκέπτες, επιλέγει να διοργανώνει ανούσιες γιορτές και πανηγύρια το καλοκαίρι, λες και όλα τα υπόλοιπα προβλήματα είναι λυμένα! Και εν τέλει, φταίνε και οι κάτοικοι που υποστήριξαν -όπως βέβαια και σε κάθε γωνία της χώρας- το πελατειακό, Αθηνοκεντρικό και μοιρολατρικό πολιτικό σύστημα. Φυσικά, αν προσπαθήσεις να ξεκινήσεις μια τέτοια συζήτηση θα χαθείς σε ένα φαύλο κύκλο επιχειρημάτων τύπου “κολοκυθιάς”, όπως “και τι να κάνουμε; πώς να ζήσουμε εδώ;”, “το μέρος δεν έχει δουλειές, έπρεπε να φύγουμε”, “πώς να μείνουν οι νέοι εδώ και να κάνουν παιδιά;”, στα οποία αν δοκιμάσεις να αντιπαραβάλεις τα δικά σου: “να μείνετε και να παλέψετε”, “να απαιτήσετε από το κράτος να φτιάξει υποδομές’, “όποιος θέλει πάντα βρίσκει τον τρόπο”, η αντίδραση που θα πάρεις είναι να κουνήσουν το κεφάλι με ηττοπάθεια και μοιρολατρική αποδοχή ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει. Πραγματικά, αυτός ο λαός δεν θέλει να αλλάξει τίποτα και πολλές φορές δείχνει να βολεύεται στη μιζέρια του, σπρώχνοντας όλους μας προς τα κάτω…



