Ο Ερύμανθος είναι από τις πιο άγνωστες ορεινές περιοχές της χώρας. Όλη του την δόξα την κλέβουν οι πολύ πιο κοσμικές -και προσβάσιμες από την Αθήνα- περιοχές των Καλαβρύτων και της Γορτυνίας. Ο Ωλονός (όπως καλείται παραδοσιακά το βουνό) με τις στενές και απότομες αλλά εύφορες και πλούσιες σε νερά κοιλάδες του σπανίως μνημονεύεται από ταξιδιωτικές ιστοσελίδες και την κοινή γνώμη. Ωστόσο δεν έχει τίποτα να ζηλέψει. Η κορυφή του είναι μόλις 120 μέτρα χαμηλότερη από του Χελμού, σημαντικά ψηλότερη από του Μαινάλου και του Πάρνωνα, και καλύπτεται από πλούσια δάση πεύκης, ελάτης και δρυς. Τα εκτεταμένα και εύφορα λιβάδια του -πλέον κυρίως εγκαταλελειμμένα- αποτελούν μερικά από τα καλύτερα terroir της φέτας ΠΟΠ Καλαβρύτων. Όσο για τα ριζωμένα χωριά του είναι το ένα πιο όμορφο και γραφικό από το άλλο. Η Δίβρη (Λαμπεία), το Αλποχώρι, το Σοποτό (Αροανία), το Λιβάρτζι, το Λεχούρι και η Κέρτεζη συγκαταλέγονται με την αξία τους ανάμεσα στα πιο όμορφα, επιβλητικά και αρχοντικά της χώρας. Εξάλλου δεν είναι η πρώτη φορά που εξυμνώ τις αρετές του Ωλονού, έχοντας κάνει το ίδιο στα άρθρα για το Σοποτό και την Κέρτεζη. Σ ’αυτή λοιπόν την εξαίσια -και, δυστυχώς, εντελώς ανεκμετάλλευτη- περιοχή βρίσκεται το Λεχούρι Αχαΐας.


Κτισμένο ψηλά σε μία στενή κοιλάδα, κάτω από την σκιά του Καλλιφώνιο όρους (από τις ψηλότερες κορυφές του βουνού που ατενίζει τα 1.996 μέτρα) από τις πιο απόμακρες και ορεινές του βουνού, ξεχωρίζει για την τραχύτητα του τοπίου, τα νερά του και, κυρίως, το πολύ κρύο. Γειτονεύει με το Λιβάρτζι αλλά έχει μεγαλύτερο υψόμετρο και πολύ λιγότερους κατοίκους. Όπως και το Λιβάρτζι χωρίζεται σε μικρότερες και μεγαλύτερες συνοικίες που διαρρέονται από ρέματα, με σχετικά σφικτή δόμηση αλλά με πολύ πιο ταπεινή -και δυστυχώς αλλοιωμένη- αρχιτεκτονική. Ο επισκέπτης δεν θα έρθει εδώ τόσο για την αρχιτεκτονική αλλά κυρίως για το τοπίο το οποίο -κατά την γνώμη μου- είναι αυθεντικά Ρωμαίικο. Τα επιβλητικά χιονοσκέπαστα βουνά που το περιβάλλον και η απομονωμένη τοποθεσία του θυμίζουν μερικά από τα ωραιότερα ορεινά οροπέδια των Άλπεων, αλλά τα σπίτια, το γυμνό τοπίο και η ατμόσφαιρα προδίδουν τις αναλλοίωτα Μοραΐτικες ρίζες του.


Για την αρχιτεκτονική στο Λεχούρι δεν θα γράψω πολλά. Είναι λίγο-πολύ η κλασσική αρχιτεκτονική του Μοριά με τα διώροφα πέτρινα σπίτια σε σχήμα Ι, με την διάταξη των τριών δωματίων στο ανώι και το ενιαίο κατώι, και τις μικρές εσωτερικές αυλές και τους στενούς δρόμους. Αρχοντικά εδώ δεν θα βρει κανείς σ ‘αντίθεση με τα γειτονικά χωριά, το Λεχούρι υπήρξε μικρότερο, πιο απομονωμένο και πιο πτωχό. Παραταύτα είναι σχετικά καλοδιατηρημένο -αν και με μεγάλο ποσοστό εγκατάλειψης- και παρουσιάζει μία εικόνα πλήρης αρμονίας με το τραχύ αλλά όμορφο φυσικό τοπίο που το περιβάλλει. Αν ανακαινίζονταν όλα τα κτίρια με επιστημονικό τρόπο δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα μπορούσε να κοσμεί αφίσες του ΕΟΤ πάντως.


Από τις πανταχού παρούσες χιονοσκέπαστες κορυφές προέρχεται ο τίτλος του άρθρου
Η ιστορία του χάνεται στον μύθο όπως και τα περισσότερα χωριά του Μοριά. Υπάρχουν κάποιες αναφορές στο διαδίκτυο για εποικισμό από Μανιάτες και Κρητικούς αλλά αυτό φαίνεται δύσκολο να το πιστέψουμε. Οι μόνοι καταγεγραμμένοι εποικισμοί Κρητικών έγιναν σε παραθαλάσσιες τοποθεσίες (Μάνη, Τολό Αργολίδας, πολλές περιοχές Μικρασίας) όπου και άφησαν πίσω τους επώνυμα με την κατάληξη -άκης και αρκετά τοπωνύμια. Οι δε Μανιάτες δεν γνωρίζω να υπάρχει καταγραφή εποικισμού περιοχών πέρα των γειτονικών της πατρίδας τους (Μπαρδούνια, Πεταλίδι) και της Αθήνας. Και εδώ πάλι βρίσκουμε επώνυμα σε -άκος. Στο Λεχούρι, αντίθετα, τα επώνυμα είναι τα κλασσικά του ορεινού Μοριά, κυρίως σε -όπουλος.


Η ονομασία του Λεχουρίου είναι επίσης αμφίβολη, προτείνεται σύνδεση με την Ομηρική λέξη «ουρέα» (προφανώς δεν είναι καν άξια σχολιασμού αυτή η ερμηνεία) και με τον κρητικό ιδιωματισμό «λέσκες». Γλωσσολόγος δεν είμαι αλλά η παραφθορά Λέσκες -> Λεχούρι φαίνεταια απίθανη γιατί ο ήχος «λεχ» δεν είναι Ελληνικός. Προσωπικά θεωρώ ότι η προέλευση πρέπει να είναι Σλάβικη, λαμβάνοντας υπόψιν τον γειτονικό οικισμό Κερέσοβα και το Λέχοβο της Μακεδονίας (Λέχα = πρασιά, περιοχή σε κατάφυτο κοίλωμα – αυχένα, + οβο). Στους γειτονικούς οικισμούς η ετυμολογία του Λειβαρτζίου φαίνεται να είναι Ελληνική (εκ του Λειβαδίτισιο), της Δίβρης Αλβανική (τόπος με πολλά νερά, γνωστό τοπωνύμιο στην Ελλάδα, την Αλβανία και την Βόρεια Αλβανία) και στους υπόλοιπους Σλάβικη (Σοποτό, Σκούπι, Νουσά, Καμενιάνοι, Βερσίτσι). Όπως και να ‘χει δεν έχει σημασία, επισημαίνω όλα αυτά τα δεδομένα ως απόδειξη της βαθιάς άγνοιας μας για την πρόσφατη ιστορία των προγόνων μας για την οποία παρά ελάχιστα γνωρίζουμε και καταλαβαίνουμε. Η Ελληνική ιστοριογραφία πρέπει επιτέλους να αποβάλλει την εγγενή προγονοπληξία της και να ασχοληθεί σοβαρά με την ιστορία των νεότερων χρόνων όπου υπάρχουν μεγάλα κενά.


Η Κερέσοβα μνημονεύεται στα περίφημα Οθωμανικά κατάστιχα του 1463 χωρίς το Λεχούρι. Και τα δύο χωριά εντοπίζονται στην Απογραφή Γκριμάνι του 1700, συνεπώς πρέπει το Λεχούρι να ιδρύθηκε μετά την Κερέσοβα και δεν ταυτίζεται με κάποιον μεσαιωνικό οικισμό. Πάντως η προφορική ιστορία που διασώζεται (στο ίντερνετ τουλάχιστον) ξεκινάει ξεκάθαρα από τον αγώνα του 1821, όπως και τα περισσότερα χωριά της ενδοχώρας. Το Λεχούρι αναδείχθηκε στα προεπαναστατικά χρόνια ως ένα από τα μεγάλα αμιγώς Ρωμαίικα κεφαλοχώρια, μαζί με τα γειτονικά χωριά, και πολλοί κάτοικοι του συνδέθηκαν με την σχολή του γειτονικού Σοποτού (Αροανίας). Το χωριό εντάχθηκε με τους επαναστάτες ήδη από τις πρώτες μέρες του αγώνα και ανάδειξε αρκετούς σημαντικούς οπλαρχηγούς με προεξέχοντα τον Γιώργη Λεχουρίτη που είχε σπουδάσει στην σχολή του Σοποτού (και συνεπώς ήταν εγγράμματος, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο για οπλαρχηγό) και υπηρετήσει στον Αγγλικό στρατό στην Κέρκυρα για να ενταχθεί με την έναρξη της επανάστασης με την πλευρά του Κολοκοτρώνη. Πολέμησε μαζί με τους Λεχουρίτες μαχητές του σε μερικές από τις πιο σημαντικές μάχες της επανάστασης όπως του Φαλήρου, των Δερβενακίων, του Λεβιδίου, κ.α. Το 1829 παντρεύτηκε την ανιψιά του Κολοκοτρώνη Βενέτα και μεταπολεμικά υπηρέτησε στον τακτικό στρατό ως αξιωματικός. Πέθανε ωστόσο το 1854 από επιδημία χολέρας που σκότωσε πάρα πολλούς κατοίκους, στον Πύργο του.

Ο προπάππους του Γιώργη Λεχουρίτη, ο Αναγνώστης, είχε ξεκινήσει την κατασκευή του οικογενειακού πύργου, που διασώζεται ακόμη αν και σε άσχημη κατάσταση, το 1740 και τελικά ολοκληρώθηκε από τον πατέρα του, Αναγνώστη, το 1790. Ο Πύργος έχει μείνει γνωστός στην τοπική ιστορία για την φυλάκιση του Τούρκου διοικητή των Καλαβρύτων μετά την κατάληψη της πόλης αυτής, Αρναούτογλου, και της κόρης του Αισέ, ερωμένης του αγωνιστή Παναγιωτάκη Φωτήλα. Η Αισέ όταν πληροφορήθηκε για τον χαμό του μετά την μάχη του Λάλα φαίνεται να έπεσε από γκρεμό προτιμώντας τον θάνατο από την ζωή χωρίς τον αγαπημένο της. Αρχιτεκτονικά ο πύργος έχει τυπική όψη για τον Μοριά με επιμήκη κάτοψη σε μορφή Ι, όπου στην μία άκρη του δομείται ο καθεαυτός πύργος με τετράγωνη κάτοψη που είναι λίγο πιο ψηλός από το υπόλοιπο κτίριο, χωρίς όμως ποτέ να αποκτά την μνημειώδη όψη των πύργων της Μάνης και αλλού. Από μακριά δύσκολα διακρίνεται ο πυργοειδής του σχηματισμός γι’ αυτόν τον λόγο. Το υλικό κατασκευής είναι φυσικά φέρουσα αργολιθοδομή και η σκεπή είναι από κεραμίδια. Φαίνεται ότι σ ’αντίθεση με τα περισσότερα χωριά της περιοχής ο σχιστόλιθος δεν υιοθετήθηκε ποτέ για τις σκεπές, αφού δεν βρήκα κανένα δείγμα ούτε στο χωριό αλλά ούτε και στο κοντινό Λιβάρτζι.

Μεταπολεμικά το Λεχούρι άρχισε να χάνει πληθυσμό προς όφελος των πεδινών περιοχών της Αχαΐας και της Ηλείας που είχαν ανάγκη να εποικιστούν αφού ήταν σχεδόν έρημες τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο υιός του Καπετάν Γιώργη Λεχουρίτη μάλιστα υπήρξε δήμαρχος της Κάτω Αχαΐας. Παραταύτα ο υψηλός αριθμός φυσικών γεννήσεων βοήθησε στην σταθεροποίηση του πληθυσμού. Η βασική ασχολία των κατοίκων, διαχρονικά, από την ίδρυση του οικισμού μέχρι και σήμερα, υπήρξε η κτηνοτροφία που ευνοήθηκε από τα πλούσια ψηλά λιβάδια του Ερύμανθου και τα γόνιμα χωράφια της κοιλάδας του Λεχουρίτη ποταμού. Φαίνεται ότι κάποιοι κάτοικοι υπήρξαν και έμποροι στην Πάτρα και πιο μακριά, αλλά δεν ήταν γενικευμένο φαινόμενο όπως στα κοντινά Λιβάρτζι και Σοποτό.

Η επόμενη δοκιμασία για το χωριό ήρθε με τον πόλεμο του 1940. Πριν τον πόλεμο σημειώθηκε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη και πρόοδος για την ύπαιθρο με τα εμβάσματα που έστελναν οι ομογενείς στην πατρίδα, την ανάπτυξη του συνεταιριστικού πνεύματος και την μεγαλύτερη κρατική μέριμνα, με προεξέχοντα το έργο της γέφυρας του Λιβαρτζινού ποταμού που ολοκληρώθηκε μόλις την μέρα που εισέβαλλαν οι Ιταλοί. Ο πόλεμος όμως στάθηκε εμπόδιο να διακοπεί η πρόοδος αυτή. Πολλοί Λεχουρίτες συμμετείχαν σε αντιστασιακές ομάδες ωστόσο το χωριό κατάφερε να αποφύγει την μοίρα των Καλαβρύτων και των γειτονικών χωριών που κάηκαν ολοσχερώς.

Οι δεκαετίες του 1950-1960-1970 σημαδεύτηκαν από την γνωστή πια φάση της αστυφιλίας όταν το χωριό άδειασε από κατοίκους για να συμβάλλει στον εποικισμό των αποξηρανθέντων εκτάσεων της πεδινής Ηλείας και στην αστικοποίηση της Αθήνας, της Πάτρας και αλλού. Οι 453 Λεχουρίτες του 1940 έγιναν 183 το 1981 και 132 το 2021 (πλασματικά στοιχεία όμως γιατί μετά από την αυτοψία μου οι πραγματικά μόνιμοι κάτοικοι δεν πρέπει να ξεπερνούν τους 15-20). Το 1879 ήταν 548… Όπως είναι κατανοητό -και πρέπει να τονιστεί- μιλάμε για τεράστια, σχεδόν μνημειώδης, απώλεια πολιτισμών στοιχείων αφού η παραδοσιακή κοινωνία στηρίζει την ύπαρξη της στην απομόνωση, την ενδογαμία και τον κοινό τρόπο ζωής (και τόπο). Όταν αυτά τα στοιχεία καταστρέφονται και εισβάλει βιαίως η παγκοσμιοποιημένη (και άοσμη, άχρωμη, αδιάφορη) νεωτερικότητα τότε δυστυχώς η παράδοση χάνεται: οι φορεσιές, τα τραγούδια, οι τρόποι κτισίματος, η ντοπιολαλιά και οι μύθοι και οι δοξασίες ξεχνιούνται.

Στο σήμερα το χωριό παρά την επιβλητική και όμορφη όψη του δεν έχει καταφέρει να αναπτυχθεί. Έχει παραμείνει στην εποχή της φθίνουσας κτηνοτροφίας με κίνδυνο την άμεση εξαφάνιση του τα επόμενα 20-30 χρόνια. Κατά την άποψη μου η περιοχή έχει δυνατότητες ανάπτυξης αλλά υπάρχουν αρκετές δυσκολίες που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Το εσωτερικό οδικό δίκτυο είναι σε καλή κατάσταση, οι προσβάσεις όμως από τις μεγάλες πόλεις είναι προβληματικές. Δυστυχώς δεν υπάρχει κάποια ελπίδα βελτίωσης της εθνικής οδού Τρίπολης-Πατρών, και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί τεχνικοοικονομικά. Το βασικό όμως μειονέκτημα είναι η απουσία τουριστικών υποδομών πλην δύο-τριών ταβερνών στα Τριπόταμα που εξαντλούνται στα τετριμμένα. Όπως είχα γράψει και για το Σοποτό και αλλού, και είναι αυτονόητο, δεν μπορείς να αναπτύξεις τον τουρισμό χωρίς σοβαρά καταλύματα, καλή κουζίνα και δραστηριότητες.

Το αναπτυξιακό μοντέλο θα μπορούσε αρχικά να βασιστεί στην ίδρυση κάποιον AirBnB στην περιοχή των Τριπόταμων μαζί με την διάνοιξη πεζοπορικών διαδρομών και την ανάπτυξη του αγροτουρισμού με αιχμή του δόρατος την κτηνοτροφία και την φέτα ΠΟΠ Καλαβρύτων, που έχει γίνει διεθνές brand name. Σε δεύτερη φάση και εφόσον πετύχει αυτή η συνταγή μπορεί η τουριστική κίνηση να διαχυθεί στους πιο ορεινούς οικισμούς του Λειβαρτζίου, του Λεχουρίου, του Σοποτού, κλπ και να ανοίξουν ξενώνες και μικρές ξενοδοχειακές μονάδες, παράλληλα με εστιατόρια, καφετέριες και ότι άλλο απαιτείται. Η τουριστική ανάπτυξη και η σύνδεση της με την γεωργική παραγωγή θα ωθήσει πολλούς κατοίκους στην εντατικότερη καλλιέργεια των χωραφιών τους και έτσι θα αποκοπεί και η ερήμωση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων που παρατηρείται. Σε τρίτη φάση και εφόσον περπατήσουν αυτά θα έχει προετοιμαστεί το έδαφος για την μόνιμη επανακατοίκηση των οικισμών και τότε όλα μπορούν να πραγματοποιηθούν.

Το αρχοντικό του Γιώργη Λεχουρίτη
Προφανώς τα λόγια είναι εύκολα και η πράξη εξαιρετικά δύσκολη. Παραταύτα είμαι πεπεισμένος ότι την ιστορία την κινούν οι αποφασισμένοι άνθρωποι που σε δύσκολους καιρούς αποφασίζουν να χαράξουν μία νέα, πρωτότυπη και οραματική πορεία. Συν Αθηνά και χείρα κινεί. Το σημαντικό είναι να γίνει η αρχή, ένας άνθρωπος ή μία ομάδα ανθρώπων να συλλάβουν ένα όραμα, μία ελπίδα για το μέλλον, ένα πρωτότυπο αφήγημα που ξεφεύγει από την γνωστή μιζέρια και καταστροφολαγνεία που περιλούζει τις συζητήσεις γύρω από τα ορεινά χωριά. Αφού γίνει αυτό τότε θα βρεθούν οι χρηματοδοτικοί πόροι, οι άνθρωποι που θα υποστηρίξουν τις όποιες δράσεις και γενικότερα τα μέσα υλοποίησης. Αξίζει να παλέψουμε για τα ορεινά χωριά γιατί μπορούν να ικανοποιήσουν ακόμη και τα πιο παράφορα όνειρα μας, να αλλάξουν την ζωή μας προς το καλύτερο και να χαράξουν μία πορεία αισιοδοξίας. Παρακινώ τους -ελάχιστους είναι η αλήθεια- αναγνώστες μου να αναβιώσουν τις Κοιλάδες του Ερυμάνθου.
